Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Οι μοναχικοί άνθρωποι γνωρίζουν ότι ο Άγγελος του Έρωτα είναι τυφλός, μοναχικός όπως κι εκείνοι


Η μοναχική γυναίκα κάθε πρωί έστρεφε επάνω του το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα της, με το φόβο μήπως εξαφανιζόταν στους αέρηδες του φθινοπώρου ή στην ομίχλη της παγωνιάς και δεν τον έβλεπε πια τον Άγγελο του Έρωτα… Και παρόλο που ήξερε ότι για τον Άγγελο εκείνη ήταν μονάχα μια μαύρη κουκίδα στην απεραντοσύνη του έρημου κόσμου, τον παρακαλούσε να την συντροφεύσει στη μακρά καθημερινή της διαδρομή


Και ήταν τέτοια η παραφορά της που ο Άγγελος την άκουσε, ένιωσε το επίμονο κάλεσμά της και κατευθύνθηκε προς εκείνη με διστακτικά βήματα. Στη θέα της γιγάντιας μορφής με τα ανοιγμένα φτερά, η γυναίκα αισθάνθηκε να γεννιέται μέσα της η ελπίδα για ανταπόκριση, αλλά με το που πλησίασε ο Άγγελος, είδε ότι τα μάτια του ήταν κενά.

Παρ’ όλα αυτά τον ρώτησε: «Θα έρθεις μαζί μου;» αλλά ο Άγγελος αμφιταλαντεύτηκε, δεν απάντησε και μετά από λίγο επέστρεψε ψηλά στον κόσμο του…

Έτσι, διαλύθηκε η φευγαλέα προσμονή του έρωτα: η γυναίκα ένιωσε ότι η ζωή της πάει χαμένη αφού δεν την είχε καν κοιτάξει ο Άγγελος του Έρωτα… Ποτέ πια δεν θα αναζητούσε τον Έρωτα, ούτε ο Άγγελος θα κατέβαινε στο έδαφος γι’ αυτήν…

Οι μοναχικοί άνθρωποι γνωρίζουν πια ότι ο Άγγελος του Έρωτα είναι τυφλός, ένας άγγελος μοναχικός όπως εκείνοι…

Νυχτερινή περίπολος
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ νὰ σκε­φτεῖ τό­τε κο­σμή­μα­τα, ἀ­π’ αὐ­τὰ ποὺ τὰ μά­τια κοι­τά­ζουν ἀ­ρα­δι­α­σμέ­να σὲ μιὰ βι­τρί­να γε­μά­τα πο­λυ­τέ­λεια καὶ λάμ­ψη. Κα­νέ­νας δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σκε­φτεῖ κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸν μα­κρι­νὸ θό­ρυ­βο ἑ­νὸς βομ­βαρ­δι­σμοῦ ἢ τὴν ἔλ­λει­ψη ψω­μιοῦ ἢ τὰ κλά­μα­τα ἑ­νὸς παι­διοῦ ποὺ ἔ­χει ξε­μεί­νει στὸ βά­θος ἑ­νὸς ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νου χα­ρα­κώ­μα­τος. Οὔ­τε κὰν ἡ Ρο­σά­ριο, ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε νὰ στο­λί­ζε­ται, ἐ­κτί­μη­σε τὸ βρα­χι­ό­λι καὶ τὸ πέ­τα­ξε μὲ πε­ρι­φρό­νη­ση λὲς καὶ εἶ­χε πά­νω του ἕ­ναν σι­χα­με­ρὸ λε­κέ.
       Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­κεῖ, πά­νω στὸν μου­σα­μὰ ποὺ κά­λυ­πτε τὸ τρα­πέ­ζι ὅ­που ἔ­τρω­γαν, ὁ πα­τέ­ρας ἀ­κούμ­πη­σε τὸ βρα­χι­ό­λι καὶ μὲ τὸν δεί­κτη φά­νη­κε νὰ τὸ δεί­χνει προ­σφέ­ρον­τάς το σὲ κά­ποι­ον ἢ στὴν πε­ρι­έρ­γεια τῆς θεί­ας Πι­λὰρ καὶ τῶν δύο γι­ῶν πού, σι­ω­πη­λοί, τὸ θαύ­μα­ζαν για­τί ἦ­ταν ἕ­νας χρυ­σὸς κρί­κος, γε­ρός, κα­λο­στιλ­βω­μέ­νος, καὶ πά­νω του μιὰ μι­κρὴ σει­ρὰ ἀ­πὸ δε­μέ­να μπρι­γιά­ντια ποὺ λαμ­πο­κο­ποῦ­σαν φα­νε­ρώ­νον­τας τὴν ἐ­κλε­κτή τους ποι­ό­τη­τα. Κα­νε­νὸς ὅ­μως τὸ μυα­λὸ δὲν πή­γαι­νε σὲ κο­σμή­μα­τα, ὅ­ταν ὁ πα­γω­μέ­νος ὀ­ρει­νὸς ἀ­έ­ρας ἔ­τρε­χε στοὺς δρό­μους ποὺ ἦ­ταν τό­σο ἔ­ρη­μοι, ὥ­στε βου­λιά­ζαν πέ­ρα μα­κριά, σὰν πυ­ρε­τι­κὴ πα­ραί­σθη­ση, καὶ ἡ πεί­να ἦ­ταν πι­στὸς σύν­τρο­φος καὶ σὲ ἀ­πό­με­ρες συ­νοι­κί­ες ἀν­τη­χοῦ­σαν οἱ σει­ρῆ­νες τοῦ ἀν­τι­α­ε­ρο­πο­ρι­κοῦ συ­να­γερ­μοῦ ποὺ ἀ­να­κοί­νω­ναν μιὰ νέ­α κα­τα­στρο­φή, καὶ τὰ βλέμ­μα­τα ὑ­ψώ­νον­ταν πρὸς ἕ­ναν συν­νε­φι­α­σμέ­νο οὐ­ρα­νὸ ἀπ’ ὅ­που ἔρ­χον­ταν οἱ πρῶ­τες νι­φά­δες τοῦ χει­μώ­να.
       Μὲ τὰ στό­μα­τα μι­σά­νοι­χτα ἔ­μει­ναν τὰ δύ­ο παι­διὰ καὶ μὲ τὰ φρύ­δια ση­κω­μέ­να ἀ­πὸ τὸν θαυ­μα­σμό τους γι’ αὐ­τὸ ποὺ δὲν εἶ­χαν ξα­να­δεῖ· στὶς ἐ­ρω­τή­σεις τους, ὁ πα­τέ­ρας πέ­ρα­σε τὸ ἀ­νά­στρο­φο τῆς πα­λά­μης του μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ χεί­λη, ρου­θού­νι­σε καὶ εἶ­πε μό­νο ὅ­τι ἦ­ταν ἑ­νὸς φα­σί­στα καὶ χα­μο­γέ­λα­σε στρα­βώ­νον­τας τὸ στό­μα, κοί­τα­ξε ἕ­ναν-ἕ­ναν τοὺς πα­ρι­στα­μέ­νους καὶ τὸ ἔ­δει­ξε ξα­νά, τοὺς λαμ­πυ­ρι­σμούς του, τὸ καμ­πυ­λω­τό του σχῆ­μα ποὺ τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει στὸ χέ­ρι, τὸ μι­κρο­σκο­πι­κό του κούμ­πω­μα, τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τοῦ χρυ­σα­φιοῦ του. Πῶς πῆ­γε τὸ μυα­λό του σὲ κο­σμή­μα­τα, ἐ­νῶ περ­νοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες νυ­χτε­ρι­νὲς ὧ­ρες στὸ φῶς τῆς λάμ­πας ἀ­σε­τι­λί­νης, μπρο­στὰ στὰ πιά­τα μὲ τὰ ὑ­πο­λείμ­μα­τα ἑ­νὸς εἴ­δους σού­πας ποὺ τὰ εἶ­χαν γλύ­ψει μὲ βου­λι­μί­α; Πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ σκε­φτεῖ κά­τι τό­σο ἀ­ταί­ρια­στο μὲ τὰ κα­κο­πλυ­μέ­να χέ­ρια, μὲ τὴ δου­λειὰ στὸ πλιν­θο­ποι­εῖ­ο τοῦ Κάμ­πο δὲ λὸς Ὄρ­νος, μὲ τὸ στή­σι­μο στὴν οὐ­ρά, μή­πως καὶ βρε­θεῖ κα­νέ­να κομ­μά­τι βα­κα­λά­ος;
       Ὁ μι­κρὸς ἀ­δερ­φὸς ρω­τοῦ­σε ἂν ἦ­ταν γυ­ναι­κεῖ­ο, καὶ ὁ πα­τέ­ρας ἀ­πάν­τη­σε πὼς φυ­σι­κὰ ἦ­ταν, καὶ γιὰ γυ­ναί­κα προ­ο­ρι­ζό­ταν, καὶ τὸ εἶ­πε τό­σο κα­θα­ρὰ ποὺ φά­νη­κε ἡ στα­θε­ρή, σκού­ρα, ρο­ζι­α­σμέ­νη πα­λά­μη του νὰ βά­ζει τὸ κό­σμη­μα σ’ ἕ­να γυ­ναι­κεῖ­ο χέ­ρι, νὰ τὸ το­πο­θε­τεῖ στὸ λευ­κὸ καὶ τρο­φαν­τὸ χέ­ρι ὅ­που θὰ ἔ­λαμ­πε σὲ ὅ­λο του τὸ με­γα­λεῖ­ο. Τὸ βρα­χι­ό­λι ἔ­πρε­πε νὰ μεί­νει ἐ­κεῖ, πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι, πάν­τα στὴ μνή­μη του, τὴν τό­σο ὀ­δυ­νη­ρή, ποὺ ὅ­ταν τὸ ἔ­βλε­πε, ἀ­κό­μα καὶ με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια, στὴ βι­τρί­να ἑ­νὸς κο­σμη­μα­το­πω­λεί­ου, αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να πε­ρί­ερ­γο συ­ναί­σθη­μα ἀ­πόρ­ρι­ψης.
       Ὁ πα­τέ­ρας τὸ φύ­λα­ξε στὴν τσέ­πη του· εἶ­χε τό­τε ἕ­να δερ­μά­τι­νο μπου­φὰν ποὺ ὅ­λοι ζή­λευ­αν, τὸ πι­στό­λι στὴ θή­κη του, κρε­μα­σμέ­νη στὴ μέ­ση, ἕ­να κόκ­κι­νο μαν­τή­λι δε­μέ­νο στὸν λαι­μὸ γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τεύ­ει ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο ἢ γιὰ νὰ δεί­χνει τὶς πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις, καὶ στὴν ἄ­κρη τῶν χει­λι­ῶν τὸ τσι­γά­ρο ποὺ ἔ­μοια­ζε νὰ μὴν τε­λει­ώ­νει πο­τέ: ἐ­νέ­πνε­ε θαυ­μα­σμὸ καὶ κά­ποι­α δυ­σπι­στί­α μὲ τὴν ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τα τῆς μυ­ώ­δους του κορ­μο­στα­σιᾶς, καὶ φό­βο ὅ­ταν σού­φρω­νε τὰ χεί­λη, τὰ ἔ­σφιγ­γε καὶ τὰ ρου­θού­νια δι­α­στέλ­λον­ταν εἰ­σπνέ­ον­τας ἕ­ναν ἀ­έ­ρα ποὺ θὰ ξα­νά­βγαι­νε μὲ μιὰ βρι­σιά· μιὰ ἀρ­ρε­νω­πὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α στὴ φτω­χι­κὴ συ­νοι­κί­α, τὸ πα­λιὸ Τε­του­ὰν δὲ λὰς Βι­κτό­ριας, μὲ μιὰ περ­πα­τη­σιὰ ποὺ προ­κα­λοῦ­σε τοὺς πάν­τες, πα­τέ­ρας θαυ­μα­στός, τρο­μα­κτι­κὸς στὴ δυ­σά­ρε­στη ἀ­νά­μνη­ση τῶν ἐ­πι­πλή­ξε­ων, τῶν χτυ­πη­μά­των, ἀ­μή­χα­νων σι­ω­πῶν, καὶ μιὰ ἀ­κό­μα ἀ­κέ­ραι­η ἀ­νά­μνη­ση. Τὰ δυ­ὸ παι­διὰ περ­πα­τᾶ­νε στὴν ἔ­ρη­μη συ­νοι­κί­α, φτά­νουν στὸ πρα­νές του ἀρ­χαί­ου τεί­χους, ἐ­πι­κίν­δυ­νου γιὰ ὅ­ποι­ον ἀ­νε­βαί­νει ἐ­κεῖ, παί­ζον­τας, καὶ πιὸ πέ­ρα φαί­νε­ται τὸ πε­ρί­γραμ­μα τῶν ψη­λῶν σπι­τι­ῶν τῆς λε­ω­φό­ρου Βα­σι­λίσ­σης Βι­κτώ­ριας, καὶ ψη­λά, στὸν οὐ­ρα­νό, τό­σο μα­κριά, τὰ σύν­νε­φα. Σ’ ἕ­να δρο­μά­κι μέ­νει ἡ γυ­ναί­κα τὴν ὁ­ποί­α ὁ πα­τέ­ρας φω­νά­ζει Ρο­σά­ριο: μιὰ πόρ­τα καὶ σὲ κά­θε πλευ­ρὰ ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο μὲ γε­ρά­νια, καὶ τὰ δυ­ὸ ἀ­δέρ­φια περ­νᾶ­νε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ τὸ κοι­τά­ζουν ἀ­πὸ μα­κριά, κον­το­στέ­κον­ται γιὰ μιὰ στιγ­μὴ πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ ἀ­νοί­ξει ἡ πόρ­τα καὶ νὰ βγεῖ ἔ­ξω καὶ νὰ τοὺς δεῖ. Ὁ ἕ­νας λέ­ει στὸν ἄλ­λον ὅ­τι μα­κά­ρι νὰ βγεῖ καὶ σκον­τά­φτει καὶ πέ­φτει κά­τω καὶ τσα­κί­ζε­ται, καὶ οἱ δυ­ό τους γε­λᾶ­νε, ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται δὲν εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι, εἶ­ναι μό­νοι, για­τὶ ἡ θεί­α τους ἐ­λά­χι­στα ἀ­σχο­λεῖ­ται μα­ζί τους, ὅ­λη μέ­ρα στὸ πλιν­θο­ποι­εῖ­ο νὰ φτιά­χνει τοῦ­βλα, καὶ ὁ πα­τέ­ρας, στὸ συν­δι­κά­το, νὰ πη­γαί­νει στὸ μέ­τω­πο μ’ ἕ­να φορ­τη­γά­κι ἐ­πει­δὴ ξέ­ρει νὰ ὁ­δη­γεῖ καὶ φέρ­νει φα­γώ­σι­μα ποὺ δὲν ἐ­παρ­κοῦν, κι ὅ­ταν πε­ρί­με­ναν τὸ τυ­ρὶ ποὺ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι θὰ ἔ­φερ­νε, ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο τυ­ρί, αὐ­τὸς ἔ­βα­λε στὸ τρα­πέ­ζι μό­νο τὸ χρυ­σὸ βρα­χι­ό­λι.
       Τί νὰ τὸ κά­νει αὐ­τὸ τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο τῶν ὅ­πλων καὶ τῶν ἐ­κρή­ξε­ων; Ἤ­θε­λε νὰ τὸ που­λή­σει, νὰ τὸ ἀν­ταλ­λά­ξει μὲ λε­φτά; Τό­τε ὅ­μως δὲν ὑ­πῆρ­χαν κομ­ψὲς γυ­ναῖ­κες ποὺ τὰ ἀ­γό­ρα­ζαν γιὰ νὰ τὰ φο­ρᾶ­νε σὲ χο­ροὺς ἢ σὲ θέ­α­τρα ποὺ ἄ­στρα­φταν ἀ­πὸ τὰ φῶ­τα καὶ τὰ ἐν­τυ­πω­σια­κὰ φο­ρέ­μα­τα. Τὸ κρα­τοῦ­σε στὸ χέ­ρι μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ μπῆ­κε ξαφ­νι­κά, χω­ρὶς νὰ χτυ­πή­σει τὴν πόρ­τα, καὶ φώ­να­ξε στὸν πα­τέ­ρα ὅ­τι δὲν τὸ ἤ­θε­λε, ὅ­τι δὲν τῆς ἄ­ρε­σε, ποῦ τὸ εἶ­χε βρεῖ, ἂν ἦ­ταν κά­ποι­ου νε­κροῦ, ὅ­τι τῆς προ­κα­λοῦ­σε φό­βο, καὶ τὸ πέ­τα­ξε πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι μπρο­στὰ στὸν πα­τέ­ρα ποὺ κα­θό­ταν μ’ ἕ­να πο­τή­ρι στὸ χέ­ρι καὶ τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο σ’ ἐ­κεί­νη ποὺ πρέ­πει νὰ ἦ­ταν ἡ Ρο­σά­ριο.
       Ἐ­κεῖ­νον τὸν και­ρό, σὲ τό­σο μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α, ὁ γιὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ξέ­ρει αὐ­τὸ ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα, στὰ δε­κα­πέν­τε, στὰ δε­κα­ε­φτά, ἔ­μα­θε, καὶ κρά­τη­σε στὴ σκέ­ψη του μὲ κά­θε ἀ­κρί­βεια ποι­ὰ ἦ­ταν ἡ γυ­ναί­κα, νέ­α ἀ­κό­μα, μι­κρὴ στὸ δέ­μας καὶ εὔ­σω­μη, μὲ μαῦ­ρα, μα­κριὰ μαλ­λιὰ ποὺ ἔ­πε­φταν πί­σω ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ πλαι­σι­ώ­νον­τας τὴν ὀρ­γι­σμέ­νη χει­ρο­νο­μί­α, φέρ­νον­τας ἀ­πὸ τὸν δρό­μο μιὰ ἀ­πει­λὴ πα­ρό­μοι­α μ’ ἐ­κεί­νη ποὺ εἶ­χε ἀ­να­κοι­νώ­σει ἀ­ό­ρι­στα ἡ θεί­α Πι­λάρ, ὅ­τι ἂν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν οἱ φραν­κι­στές, τὸν πα­τέ­ρα τὸν πε­ρί­με­ναν τέσ­σε­ρις σφαῖ­ρες.
       Μα­χαι­ριὰ στὴν καρ­διὰ ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ συ­νέ­βη μιὰ μέ­ρα ὅ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς φί­λους, κου­βεν­τι­ά­ζον­τας στὸ μπάρ, τοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι οἱ «κόκ­κι­νοι» ἔ­κλε­ψαν ὅ­λα τὰ κο­σμή­μα­τα τῆς μη­τέ­ρας του τὸ ’­36, κι ὅ­τι τὸ ἴ­διο εἶ­χε συμ­βεῖ σὲ πολ­λοὺς ἀν­θρώ­πους· ἡ ἀ­πάν­τη­σή του ἦ­ταν ἕ­να κρά­μα συμ­πά­θειας, σύγ­χυ­σης, ἀ­νη­συ­χί­ας ποὺ ὁ ἄλ­λος θὰ ἑρ­μή­νευ­ε ὡς ἀ­γα­νά­κτη­ση, ἀλ­λὰ ποὺ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ τὸ τα­ρα­κού­νη­μα ἀ­πὸ τὴν αἰφ­νί­δια ἐμ­φά­νι­ση στὴ συ­νεί­δη­σή του, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δυ­να­τὸ φῶς, τοῦ φθαρ­μέ­νου μου­σα­μᾶ καὶ τοῦ βρα­χι­ο­λιοῦ ποὺ ἔ­λαμ­πε καὶ δι­α­κή­ρυτ­τε τὴν πο­λυ­τέ­λειά του μέ­σα στὸ κα­τα­θλι­πτι­κὸ καὶ ἄ­δει­ο φτω­χό­σπι­το, πα­γω­μέ­νο ἐ­κεῖ­νον τὸν χει­μώ­να, μὲ τὰ βρώ­μι­κα κλι­νά­ρια, μὲ τὴ γκα­ζι­έ­ρα ποὺ κα­νεὶς δὲν ἄ­να­βε. Ἐ­κεῖ εἶ­χε λάμ­ψει τὸ χρυ­σα­φι­κὸ σὰν τὴν προ­δο­σί­α ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ ἐ­ξω­ρα­ΐσει τὴ θλι­βε­ρὴ ἀ­σχή­μια, χω­ρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νει τί­πο­τα, ὥ­σπου στὸν κεν­τρι­κὸ τί­τλο μιᾶς ἐ­φη­με­ρί­δας δι­ά­βα­σε κά­ποι­ες λέ­ξεις τὸ νό­η­μα τῶν ὁ­ποί­ων κα­τά­λα­βε μό­νο ὅ­ταν εἶ­χε πε­ρά­σει ἡ τρο­με­ρὴ ἐ­πο­χή: «Οἱ Ἀ­τσί­δες τῆς Νύ­χτας», καὶ ὁ πα­τέ­ρας του εἶ­ναι πά­λι ὄρ­θιος, ἐ­ξορ­γι­σμέ­νος, τὸ στῆ­θος φου­σκω­μέ­νο ἀ­πὸ τὴ μα­ται­ο­φρο­σύ­νη, ὁ­λό­κλη­ρες μέ­ρες χω­ρὶς νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ στὸ σπί­τι, καὶ μα­κριά, ἕ­νας με­γά­λος κίν­δυ­νος ποὺ πλη­σί­α­ζε, ὁ πό­λε­μος νὰ πο­λι­ορ­κεῖ τὴν πε­ρη­φά­νια του, τὸ πι­στό­λι του, τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ δύ­σκο­λου πε­πρω­μέ­νου του, τῆς ἄ­σκη­σης ἄ­θλι­ων ἐ­παγ­γελ­μά­των ποὺ μι­σοῦ­σε, συ­νη­θι­σμέ­νων κα­κου­χι­ῶν σὲ μιὰ συ­νοι­κί­α μὲ τρῶ­γλες καὶ στε­ρή­σεις.
       Κά­ποι­ος σύν­τρο­φος τὸν ρώ­τη­σε τί ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας του· ἐ­κεῖ­νος ἔ­δω­σε τὴν ἕ­τοι­μη ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­τι δού­λευ­ε στὴν Κα­τα­λο­νί­α στὴν αὐ­το­κι­νη­το­βι­ο­μη­χα­νί­α, καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἔ­κα­νε τὴ χει­ρο­νο­μί­α κά­ποι­ου ποὺ δὲν δί­νει ση­μα­σί­α στὶς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς ἀ­να­μνή­σεις. Ὅ­μως δὲν ἦ­ταν ἀ­λή­θεια: τὰ λό­για, οἱ χει­ρο­νο­μί­ες, τὰ χτυ­πή­μα­τα καὶ οἱ φω­νές, ἡ βου­λι­μί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­τρω­γε, τὸ τσου­λού­φι στὸ μέ­τω­πο, ἴ­διο μὲ τσιγ­γά­νου, ὅ­λα ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ μό­λις πέ­ρα­σαν τὰ χρό­νια, καὶ γι’ αὐ­τὰ ἀ­να­ζη­τοῦ­σε μιὰ ἐ­ξή­γη­ση ποὺ θὰ τὸν πα­ρη­γο­ροῦ­σε.
       Ἡ γυ­ναί­κα ἐ­κεί­νη ἔ­φυ­γε βρον­τών­τας τὴν πόρ­τα μπρο­στὰ στὸ ἔκ­πλη­κτο πρό­σω­πο τοῦ πα­τέ­ρα ποὺ δὲν εἶ­χε κου­νη­θεῖ, ὅ­σο τὴν ἄ­κου­γε· πρό­σω­πο πιὸ τρα­χύ, πιὸ ἄ­καμ­πτο, ὅ­ταν κα­τέ­βα­σε τὰ μά­τια πρὸς τὸ κό­σμη­μα, ὕ­στε­ρα τοὺς κοί­τα­ξε ὅ­λους καὶ εἶ­δαν ὄ­χι μό­νο τὴ συγ­κρα­τη­μέ­νη ὀρ­γή, ἀλ­λὰ καὶ τὰ χεί­λη ποὺ σά­λευ­αν, σί­γου­ρα μι­λών­τας μό­να τους, ἀ­παν­τών­τας ὅ,τι δὲν μπό­ρε­σε νὰ πεῖ στὴν κο­πέ­λα: πρώ­τη φο­ρὰ δὲν βλα­στή­μη­σε, δὲν ἐ­ξα­πέ­λυ­σε τὸν χεί­μαρ­ρο τῶν συ­νη­θι­σμέ­νων βρι­σι­ῶν, πα­ρέ­μει­νε κα­θι­σμέ­νος καί, λὲς καὶ τὸ σῶ­μα του δε­χό­ταν ἕ­να με­γά­λο βά­ρος, ἔ­μει­νε καρ­φω­μέ­νος στὴν κα­ρέ­κλα καὶ ἦ­ταν δι­ά­χυ­τη ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κου­νη­θεῖ, ἀ­κί­νη­τος ἐ­κεῖ ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς θέ­λη­σής του: μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρόν­τη­μα τῆς πόρ­τας ξε­κί­νη­σε ἡ πο­ρεί­α τοῦ πα­τέ­ρα πρὸς τὸ τέ­λος του.
       Οἱ πε­ρί­πο­λοι ποὺ δι­ε­νερ­γοῦ­σαν ἐ­λέγ­χους μὲ πρό­σχη­μα τὴ σύλ­λη­ψη φα­σι­στῶν, ἔ­ψα­χναν κο­σμή­μα­τα καὶ τὰ κρα­τοῦ­σαν οἱ ἴ­διοι, ὅ­πως καὶ κά­ποι­ον ἄν­τρα τοῦ σπι­τιοῦ ποὺ τὸ πρω­ὶ τὸν ἔ­βρι­σκαν σ’ ἕ­να οἰ­κό­πε­δο στὰ προ­ά­στια, ξα­πλω­μέ­νο κα­τα­γῆς, μὲ τὰ μά­τια γουρ­λω­μέ­να καὶ ἀ­πο­βλα­κω­μέ­να, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει κα­τα­λά­βει τί συ­νέ­βαι­νε. Σχε­δὸν ἄν­τρες πιά, τὰ δυ­ὸ ἀ­δέρ­φια πῆ­γαν νὰ δοῦν τὴ Ρο­σά­ριο, ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη, γιὰ νὰ μι­λή­σουν γι’ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πό­λους· κοι­τά­χτη­καν χω­ρὶς νὰ ποῦν πολ­λά, κα­τα­λα­βαί­νον­τας κά­τι, θέ­λον­τας νὰ γαν­τζω­θοῦν ἀ­πὸ μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α ποὺ νὰ ἦ­ταν βά­σι­μη, καὶ οἱ τρεῖς τους κοι­τά­ζον­ταν, συγ­κα­τέ­νευ­αν μὲ τὸ κε­φά­λι, καὶ τί­πο­τα δὲν δι­έ­ψευ­δε τὴν ὕ­παρ­ξη τῶν συμ­βάν­των, για­τί ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν νυ­χτε­ρι­νῶν ἐ­λέγ­χων ἦ­ταν γνω­στή, ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ἀ­νά­με­σα σὲ κα­τη­γό­ρι­ες καὶ βου­βὲς ἐ­ξη­γή­σεις ποὺ δὲν χρη­σί­μευ­αν σὲ τί­πο­τα: ὅ­σοι ἐ­νερ­γοῦ­σαν ἔ­τσι ἐ­πι­δί­ω­καν νὰ πά­ρουν μὲ σκο­τει­νὸ τρό­πο ἐκ­δί­κη­ση γιὰ ὁ­λό­κλη­ρες ἐ­πο­χὲς τα­πεί­νω­σης καὶ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν τὸ μί­σος τους τῶν ὑ­πο­ταγ­μέ­νων, νὰ ἀ­πο­κτή­σουν ὅ,τι εἶ­χαν τὰ ἀ­φεν­τι­κά. Τὰ χέ­ρια δὲν ἁ­πλώ­νον­ταν πρὸς τὰ δερ­μά­τι­να κου­τιὰ ὅ­που φυ­λάσ­σον­ται συ­νή­θως τὰ πλού­τη, ἁ­πλώ­νον­ταν πρὸς μιὰ ἀ­ό­ρι­στη ἐλ­πί­δα τοῦ νὰ τρῶς δύ­ο φο­ρὲς τὴ μέ­ρα, νὰ ἀ­γο­ρά­σεις ροῦ­χα καὶ νὰ τὰ ἐ­πι­δει­κνύ­εις, νὰ ἀ­πο­κτή­σεις τὸν ἀ­έ­ρα τοῦ πλου­σι­ό­παι­δου ποὺ κα­πνί­ζει ποῦ­ρο, νὰ φο­ρᾶς κα­λὰ καὶ ἀ­στρα­φτε­ρὰ πα­πού­τσια, ψευ­δαί­σθη­ση ποὺ δρα­πέ­τευ­ε, ἀ­νέ­φι­κτη ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α μὲ τὶς πρῶ­τες ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις. Ἴ­σως ὁ πα­τέ­ρας πί­στε­ψε ὅ­τι μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξαρ­γυ­ρώ­σει τὸ κό­σμη­μα σὲ εὐ­τυ­χί­α καὶ δὲν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὁ χρυ­σὸς εἶ­ναι κα­τα­ρα­μέ­νος λό­γῳ τῆς χρή­σης ποὺ κά­νουν ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α καὶ ἡ ἀ­πλη­στί­α.
       Ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ γιοῦ πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ ὑ­πο­ψία, ἕ­ναν θά­να­το, πάν­τα ὅ,τι πρέ­πει νὰ μεί­νει κρυ­φὸ καὶ δὲν κα­τα­φέρ­νει πο­τὲ νὰ ξε­θω­ριά­σει ἐ­πι­μέ­νει σ’ ἕ­ναν ψυ­χα­ναγ­κα­στι­κὸ κύ­κλο, σ’ ἕ­ναν κρί­κο ἀ­πὸ χρυ­σὸ μὲ τὸν ἐ­πί­μο­νο, ἐ­σώ­τε­ρο πό­νο του, συγ­κε­χυ­μέ­νη βε­βαι­ό­τη­τα ποὺ δυ­σκο­λεύ­ε­ται νὰ τὴν ἀ­πο­δε­χτεῖ, ὅ­τι στὴν πε­ρί­πο­λο «Οἱ Ἀ­τσί­δες τῆς Νύ­χτας» ὁ πα­τέ­ρας ὑ­πῆρ­ξε δο­λο­φό­νος.


 [ΠΗΓΗ: ΧΟΥΑΝ ΕΔΟΥΑΡΔΟ ΘΟΥΝΙΓΑ «Ο ΑΓΓΕΛΟΣ» - Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (ἐ­πιμ.) 18+ Minicuentos eroticos. Ἀν­θο­λο­γί­α ἰ­σπα­νι­κοῦ ἐ­ρω­τι­κοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος, Ἀ­θή­να, 2013 - Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό  Ο ΧΟΥΑΝ ΕΔΟΥΑΡΔΟ ΘΟΥΝΙΓΑ εἶ­ναι μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στὸν χῶ­ρο τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν γραμ­μά­των. Συγ­γρα­φέ­ας ἑ­νὸς μι­κροῦ ἀ­ριθ­μοῦ ἔρ­γων, ἔ­ζη­σε κα­θ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Φράν­κο στὸ σκο­τά­δι, ἀ­κο­λου­θών­τας ἕ­ναν τρό­πο ζω­ῆς ποὺ συ­χνὰ ἔ­φτα­νε στὰ ὅ­ρια τοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ. Ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ κοι­νω­νι­κὴ δρά­ση του δὲν βγῆ­καν στὸ φῶς πα­ρὰ μό­νο με­τὰ τὴν πα­λι­νόρ­θω­ση τῆς ἱ­σπα­νι­κῆς δη­μο­κρα­τί­ας. (Ὁ ἴ­διος ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε γιὰ τὰ αἴ­τια αὐ­τῆς τῆς ἀρ­γο­πο­ρί­ας, ἀ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κά: «Δὲν ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἡ ὥ­ρα μου»­). Αὐ­τὴ ἡ ἠ­θε­λη­μέ­νη ἀ­πο­μό­νω­ση δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να πέ­πλο μυ­στη­ρί­ου γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πό του καὶ συ­νε­τέ­λε­σε ὥ­στε τὸ ἔρ­γο του νὰ δι­α­δο­θεῖ μὲ με­γά­λη κα­θυ­στέ­ρη­ση ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου