Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Θεοδόσης Βολκώφ, Τρία ποιήματα





ΓΥΜΝΗ ΙΙ
Ε.Μ.
14/02/10

Θέλω να μου γδυθείς και να κοιτάζω –
σχεδόν ψυχρά, σκληρά τη στέρεη φλόγα,
την τρομερή σου εκδίπλωση να ορίζω, να σπουδάζω
το εφήβαιο, τους γλουτούς, το στήθος σου, τη ρώγα…
Στο ίδιο, Νύχτα μου, το φως σου να διαβάζω
το Έπος του κορμιού σου που ανατέλλει
κι από τη γύμνια λαβωμένος να σφαδάζω
και οι καμπύλες σου αιχμές και δόρατα – ή βέλη.
Γυμνή μες στις γυμνές μου λέξεις να σε βάζω
και νά ‘ναι η σάρκα σου τις λέξεις μου που τρέφει
και πιο γυμνή κι από γυμνή να σε απεικάζω
και με φωτιά τη φλόγα ο στίχος να επιστέφει.

MISSA BREVIS
Ιδού ο βράχος απελέκητος
και το αίμα ριζιμιό λιθάρι
Ιδού ο πόνος ατελεύτητος
και το άγραφτο τραχύ τροπάρι.
Νυν των παρθένων η ατίμωση
και των πολέμων η αγυρτεία
Νυν των σεπτών η απογύμνωση
και των ιερών η εμπορία.
Αιέν το έγκλημα απαράγραπτο
και ο στόνος στήθη που έχει γδάρει
Αιέν το στόμα το αργυρώνητο
και της ανάγκης το κιβάρι.
***
Ουαί υμίν γλώσσες που ακκίζεσθε
και των σοφών η διβουλία
Ουαί υμίν οι που αφοπλίζεσθε
και των κορμιών η απραξία.
Αμήν του έρωτα η έλευση
και της μονώσεως το λιοντάρι
Αμήν ο αμνός που τίγρεις τρόμαξε
και το άκαρτο οργής κριάρι.
Εύγε θνητότης μου και έλλειψη
και ηχηρή μου απιστία
Εύγε νεότης μου και πλήρωση
και στιχηρή μου οπλιτεία.
ΕΥΡΩΠΗ Ι
Μόνοι και όψιμοι. Ξένοι της Γης.
Και άρα τ’ Ουρανού πιο ξένοι ακόμα.
Οι έσχατοι μιας κάποτε Φυλής,
με κάποιο γήρας σε ψυχή και σώμα.
Άντρες, γυναίκες, βρέφη και παιδιά
γέρικο σπέρμα, μήτρα κουρασμένη
μας γέννησε, μας έσπρωξε μπροστά·
θνησιγενείς· νεκροί και κολασμένοι.
Εμείς παντού. Και σαν εμάς κανείς.
Ιδού, σκεβρό το σώμα σου, Εσπερία·
δεν βάρυνε έτσι και ποτέ ουδείς
απ’ την Ανάγκη κι απ’ την Ιστορία.
Μαραίνεται το Δέντρο της Ζωής·
ας προκαλεί κι ας θάλλει το άλλο Δέντρο·
στέρεψε η πίστη· η γνώση, δεν αρκείς
και δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κέντρο.
Μας έφθειρε η λαγνεία τα κορμιά,
ξεστράτισε μικρόψυχη η σκέψη,
η βούληση απ’ το αίμα δεν βαστά,
Θεός δεν είναι για να μας πιστέψει.
Κι ωστόσο μες στην πλάνη αληθείς·
περήφανοι· κανείς για να μας κρίνει.
Πάντα εμείς· παιδιά της ταραχής
δεν θα υποκριθούμε τη γαλήνη.
Ας πέσουμε όπως πέφτουμε λοιπόν.
Μια ώρα πριν το τέλος, και τη ζούμε.
Εκεί που όλα εκλείπουν το παρόν
εγγράφουμε στο μέλλον πριν σβηστούμε.
Βυθίζεται μια ήπειρος εδώ·
ο άνθρωπος που γίναμε τελειώνει
με στεναγμό, λυγμό και με σπασμό,
με έρημο, με θειάφι και μ’ αφιόνι.
Φοράμε των αιμάτων τη δορά.
Τα πρόσωπα γυμνώνονται απ’ το δέρμα
του ανθρώπου κι ανωφέλευτη η Τορά –
τελειώσαμε πριν φτάσουμε στο τέρμα.
Πυκνώνουμε στην πράξη τη στερνή
τώρα που ηχεί λόγος κενός το «Θεέ μου»
το αίμα πλέον του αίματος καλεί –
πράξη υπάτη η πράξη του Πολέμου.
Δεν θα υπάρξει Μνήμη για εμάς
που απ’ τη Μνήμη έχουμε βαρύνει,
σπεύδουν τα πάντα, σπεύδουν προς δυσμάς
μες στον καταποτήρα και στη δίνη.
Ήρθε ο καιρός που η ζωή δεν ζει.
Δόξα καμιά. Μόνο η στιγμή. Και φτάνει.
Η Αθανασία πέθανε κι αυτή.
Εμάς – κι ο Θάνατός μας θα πεθάνει.
© Θεοδόσης Βολκώφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου