Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

K ΟΥΡΑΝΗΣ - ΠΟΙΗΣΗ - ΣΥΛΛΟΓΗ

 

 

 

Τῆς ἀγάπης

Νά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη
ποὺ ἴσαμε τὰ σήμερα δὲ σ᾿ ἔχω νιώσει ἀκόμα,
μὰ ποὺ ἔνστικτα τὸ εἶναι μου σ᾿ ἀναζητοῦσεν, ὅπως
τὴ γόνιμη ἄξαφνη βροχὴ τὸ στεγνωμένο χῶμα!
Πόσες φορὲς ἀλίμονο! δὲ γιόρτασα, θαρρώντας
πὼς ἐπιτέλους ἔφτασες, Ἐσὺ πού ῾χες ἀργήσει:
Σὰ μυγδαλιά, ποὺ ἡλιόλουστες ἡμέρες τοῦ χειμῶνα
τὴ ξεγελᾶνε, βιάζονταν κι ἐμὲ ἡ ψυχὴ ν᾿ ἀνθίσει.
Μὰ δὲν ἐρχόσουνα ποτὲς καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
τ᾿ ἄνθια σωριάζονταν στὴ γῆς ἀπὸ τὸν κρύο ἀγέρα
κι εἶναι ἡ ψυχή μου πιὸ γυμνὴ παρὰ προτοῦ ν᾿ ἀνθίσει
καὶ σήμερα, ποὺ ἡ Νιότη μου γέρνει ἀργὰ στὴ δύση,
τοῦ ἐρχομοῦ σου σβήνεται κι ἡ τελευταία ἐλπίδα:
-Φοβᾶμαι πὼς ἐπέρασες, Ἀγάπη καὶ δὲν σ᾿ εἶδα!...

Ἕνα καράβι φεύγει

Ἕνα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
ἀφήνει ἀγάλια τὸ λιμάνι πρὸς τὸ βράδυ.
Ἡ νηνεμία τῶν νερῶν, καθὼς τὴ σχίζει,
μ᾿ ἀντιφεγγίσματα λευκῶν πανιῶν γεμίζει.
Εἶν᾿ ἕνα ξενικὸ καράβι, στὰ πλευρά του
μὲ κόπο συλλαβίζει ὁ κόσμος τ᾿ ὄνομά του.
Ἀπὸ ποιὰ μακρινὰ ἔχει ἔρθει μέρη
καὶ τὸ ποῦ πάει κανένας δὲν τὸ ξέρει.
Οὔτ᾿ ἕνα ἄσπρο μαντήλι δὲν τὸ χαιρετάει,
τώρα ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρολίμανο σιγὰ περνάει.
Μόνο οἱ γυναῖκες τὸ κοιτᾶν ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
σὰ ν᾿ ἀπολησμονήθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια.
Ὡστόσο ἀφήνοντας γιὰ πάντα τὸ λιμάνι,
ἕνα τεράστιο ψυχρὸ κενὸ ἔχει κάνει.
Καὶ τώρα ποὺ στὸ πέλαγο ἀρμενίζει
κι ὁ δειλινὸς ὁ ἥλιος τὸ φωτίζει,
-λάμπουν ἀπὸ χρυσάφι τὰ κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στὰ ξάρτια-,
οἱ ἀνθρῶποι ποὺ κοιτᾶν στὴν παραλία
νοιώθουν πιὸ ἄδεια, πιὸ στενὴ τὴν πολιτεία
καὶ πιὸ γυμνὴ ὁ καθένας τὴ ζωή του
-σὰν κάτι νὰ τοὺς ἔφυγε μαζί του...
 

Κατοχή

Ἀλήθεια, δάση καὶ βουνὰ
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;
Ἀνθίζουν πάντοτε οἱ βραγιές;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;
Ἀπίστευτα μᾶς φαίνονται ὅλα
σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τώρα χρόνια
σὰν σ᾿ ὀρεινά φτωχὰ καλύβια
ποὺ τ᾿ ἀποκλείσανε τὰ χιόνια...
Θὲ νἄρθει τάχα μιὰν ἡμέρα
σὰν ἀπὸ τόπους μακρινοὺς
ἡ Ἄνοιξη ποὺ λαχταρᾶμε;
Καὶ θὰ μᾶς εὕρει ζωντανούς;

Νοσταλγίες

Μοιάζω τοὺς γέρους ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες
καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία,
παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους
νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα.
Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν,
καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους
καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν.
Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν
καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση
ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει:
κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους,
μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,
πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...

Δὸν Κιχώτης

Ἀτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του
τὸ ἀχαμνό, τοῦ Θερβαντὲς ὁ ἥρωας περνάει,
καὶ πίσω του, τὸ στωικὸ γαϊδούρι του καβάλα
ὁ ἱπποκόμος του ὁ χοντρὸς ἀγάλια ἀκολουθάει.
Αἰῶνες ποὺ ξεκίνησε κι αἰῶνες ποὺ διαβαίνει
μὲ σφραγισμένα ἐπίσημα, ἑρμητικὰ τὰ χείλια
καὶ μὲ τὰ μάτια ἐκστατικά, τὸ χέρι στὸ κοντάρι,
πηγαίνοντας στὰ γαλανὰ τῆς Χίμαιρας βασίλεια...
Στὸ πέρασμά του ἀπ᾿ τοὺς πλατειοὺς τοῦ κόσμου δρόμους, ὅσοι
τὸν συντυχαίνουν, γιὰ τρελλὸ τὸν παίρνουν, τὸν κοιτᾶνε,
τὸν δείχνει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ - κι εἰρωνικὰ γελᾶνε
Ὦ ποιητή! παρόμοια στὸ διάβα σου οἱ κοινοὶ
οἱ ἄνθρωποι χασκαρίζουνε. Ἄσε τους νὰ γελᾶνε:
οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!

VITA NUOVA

Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι ὅπως ἕνα δέντρο,
ὁποὺ θροΐζει ἀνάλαφρα σὲ πρωινὸ τοῦ Ἀπρίλη
μέσ᾿ σ᾿ ἕνα κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο
καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι.
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο,
ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα
σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει
ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα.
Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια,
τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε
καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε,
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι:
καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων στὴν εἰρήνη
καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη.

Nel mezzo del᾿ cammin...

Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.
Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει...
Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη -
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.
Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω - θὰ πεθαίνω!

Περαστικές

Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·
γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:
νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα -καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

Ἐρωτικὰ IV

Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου
ᾖρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!
Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
βγῆκα, σ᾿ ἐσένα τὸ χρωστάω,
σ᾿ ἐσένα τοὺς χυμοὺς ποὺ νοιώθω,
τὴ νέα γλῶσσα ποὺ μιλάω!

Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συννεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πῶς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!

Ταξίδι στὰ Κύθηρα

Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης - τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.
Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!...
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν
καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.

Ἡ ἀγάπη

Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.

Ζωή

Κάποιες φορές, σὰ βράδιαζεν ἀργὰ στὴν κάμαρά μας,
τ᾿ ὠχρὸ κεφάλι γέρνοντας στὴν ἀγκαλιά μου ἀπάνω
καὶ μὲ θλιμμένο ἀνάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θὰ μὲ ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σὰν πεθάνω;»
Δὲ σ᾿ ἀπαντοῦσα. Τὴ φωνὴ τὴν πνίγαν οἱ λυγμοί μου,
κι᾿ ἕσφιγγα μὲ παροξυσμὸ τ᾿ ἀδύνατο κορμί σου,
σὰ νά ῾ θελᾳ μὲς στὴ ζωὴ νὰ σὲ κρατήσω ἐνάντια
στὸ Χάρο, γιά, ἂν δὲν μπόραγα, νὰ πήγαινα μαζί σου.
Γιατ᾿ ἤσουν ὅλη μου ἡ ζωή, χαρά της καὶ σκοπός της,
κι᾿ ὅσο κι᾿ ἂν ἐστρεφόμουνα πίσω στὰ περασμένα
δὲν ἔβλεπα, δὲν ἔνιωθα κοντά μου ἄλλη ἀπὸ σένα.
Μοῦ φαίνονταν ἀδύνατο δίχως ἐσὲ νὰ ζήσω.
Καὶ τώρα ποὺ μὲ ἄφησες, μὲ φρίκη ἀναλογιέμαι
τὸ θάνατό σου, ἀγάπη μου, πὼς πάω νὰ συνηθίσω.

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
ποῦ γέρασαν κὰ τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς οὔτε μία βάρδια στὸ κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ἀκρολίμανα δεμένα.
Τὰ φορτηγὰ καράβια: ποὺ ταξίδεψαν
στῶν πέντε τῶν ἠπείρων τὰ πελάγη
-ἀπ᾿ τοῦ Μουρμὰνκ τὴ παγερὴ τὴ θάλασσα
ἴσαμε τοῦ Ἀμαζόνα τὰ τενάγη.
Τοὺς ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
ποῦ στὰ μεγάλα τῶν χειμώνων βράδια
μ᾿ ὑπομονὴ κι ἀγάπη -γιὰ τὰ ἐγγόνια του
(εἴτε γι᾿ αὐτούς;-) μικρὰ φτιάχνουν καράβια,
καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ ταξιδέψουνε
μὰ κάθε μέρα ὡς τὸ λιμάνι πᾶνε
καί, ἄνεργοι, ἀνώφελοι καὶ πένθιμοι
σὰν κάτι τὶς νὰ χάσανε κοιτᾶνε.

Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν

Ι

Τὶς νέες συλλογίζομαι στὶς ἀπομακρυσμένες
τὶς ἐπαρχίες, τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά,
ὅταν πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοὺς κοιτᾶν στηλὰ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...
Τὶς συλλογιέμαι στὶς θαμπὲς τοῦ φθινοπώρου ἡμέρες,
ὅταν κοιτᾶνε τὴ βροχὴ νὰ πέφτει στὴν αὐλή τους
κι ἀνασηκώνουν στοὺς στενούς τους ὤμους τους τὸ σάλι,
γιατὶ ἕνα ρῖγος παγερὸ νιώθουν ὡς τὴν ψυχή τους...

ΙΙ

Συλλογιστήκατε ποτὲ τὶς νέες στὶς ἐπαρχίες,
ποὺ περιμένουνε νὰ ῾ρθεῖ, τὸ βράδυ, ἡ ἐφημερίδα,
γιὰ νὰ διαβάσουν ἄπληστα τὸ μυθιστόρημά της
καὶ νὰ μάθουν τί ἀπόγινε ἡ ὄμορφη ἡρωίδα;
Ποὺ ἀνταλλάσσουν κάρτ-ποστὰλ -«ἰδίως τοπία καὶ ἂνθη»-
καὶ διατηροῦν ρομαντική, κρυφά, ἀλληλογραφία
μ᾿ ἕνα ἄγνωστον, ποὺ μ᾿ ἄπειρα χαρίσματα τὸν πλάθουν
κι ἐκεῖνος εἶναι ἕνας γραφεὺς σὲ κάποια Δημαρχία;
Ποὺ γράφουν καλλιγραφικὰ -καὶ μ᾿ ἀνορθογραφίες-
«σκέψεις» μὲς σὲ λευκώματα παρμένες στὰ βιβλία
καὶ ποὺ μὲ μελαγχολικὰ ψευδώνυμα ὑπογράφουν,
ὅπως: «Ἀνέραστος Ψυχή» ἢ «Θλιβερὰ Καρδία»;

ΙΙΙ

Ἐγὼ τὶς συλλογίζουμαι τὶς νέες αὐτές, ποὺ εἶναι
τῆς Ἔμμας Μποβαρὺ ἀδερφὲς -καὶ πάντα καρτερᾶνε
τὸ Νέο τὸ ρομαντικό, τὸν πλούσιο, τὸν ὡραῖο,
ποὺ θὰ τοὺς δώσει τὴ λαμπρὴ ζωὴ ποὺ λαχταρᾶνε...
Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Πότε θὰ ῾ρθεί ἀπὸ τὸ γαλανὸ
βασίλειο τῆς Χίμαιρας, μ᾿ ἐρωτικὰ ἀνοιγμένη
τὴν ἀγκαλιά, καὶ νὰ τὸν δοῦν νὰ τοὺς χαμογελᾶ;
Τάχα γιατί τόσο πολὺ ν᾿ ἀργεῖ; Τί περιμένει;
Δὲν ξέρει πῶς στὴν πένθιμη αὐτὴν ἀναμονὴ
λιώνουν οἱ ἄσπρες τους ψυχὲς σὰ μάταιες λαμπάδες;
Καὶ δὲ φοβᾶται, σὰ θὰ ῾ρθεῖ μιὰ μέρα, νὰ μὴ βρεῖ
σβηστὸ τὸ φῶς καὶ -ἀλίμονο- νεκρὲς τὶς Ἑστιάδες;
Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Κατάμονες καὶ θλιβερὲς στὸ σπίτι
-στοῦ φθινοπώρου τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά-
οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν κοιτᾶν στηλᾶ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...

Koρίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ...

Κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη:
μορφές, μέσα στὴ μνήμη μου, χιμαιρικὲς κι ὡραῖες,
σὰ ρόδινες σ᾿ ἀκίνητα βάλτων νερὰ νυμφαῖες,
-τὸν τόπο ἀφότου ἀφήσατε, τί νά ῾χετε ἀπογίνει,
κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη;
Ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα,
ὢ σεῖς ποὺ μὲ μαγεύατε, παιδί, στὴν ἐπαρχία,
ὅπως μαγεύουν ἔναστρης νυχτιᾶς τὴν ἡσυχία
γλυκιὲς φωνὲς ποὺ τραγουδᾶν τραγούδια εὐτυχισμένα,
ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα;
Σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια,
οὔτ᾿ ἕνα μήνυμα ἀπὸ σᾶς δὲν ᾖρθε τώρα χρόνια!
Ρημάξανε τὰ σπίτια σας -κι ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ μπαλκόνια
μόνες οἱ γριὲς οἱ βάγιες σας κοιτᾶνε πρὸς τὰ βράδια:
σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια...

Τὸ κορίτσι τῶν δεκατριῶν χρονῶν

Σβέλτη, γοργὴ καὶ γλιστερὴ σὰ φίδι, ὅλη τὴν ὥρα
ποῦ νὰ τὴν πιάσω τέντωνα τὰ χέρια, ξεγλιστροῦσε
καί, πάντα προκαλώντας με κι ὅλο ξεφεύγοντάς μου,
εὐτυχισμένη, - ὁλόκαρδα καὶ εἰρωνικὰ ἐγελοῦσε.
Μ᾿ ἀπάνω στὸ κυνηγητὸ κι ἀπάνω στὸ παιγνίδι,
κάθε ποὺ σμίγαν τὰ κορμιὰ καὶ κόλλαγαν στὴν πάλη,
ἐκείνη πιὰ δὲν γέλαγεν ἀθῴα σὰν καὶ πρῶτα
κι ἐμένα ὡς κῦμα ἀνέβαινε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.
Καί, μιὰ στιγμή, ποὺ ἅρπαξα τὴ μέση της καὶ μ᾿ ἄγρια
ἐπιθυμία τὴν κράτησα μέσα στὴ ἀγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τὰ πόδια της μέσα στὰ γονατά μου,
Τὴν εἶδα ποὺ ἀφέθηκε γλυκὰ στὸ σφιξιμό μου,
ἐνῷ τὰ μάτια ἐγλάρωναν καὶ τρέμανε τὰ χείλη:
κι ἔνοιωσα ὅτι μέσα της ἐξύπνησε τὸ θῆλυ.

Ἐρωτικό

Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·
Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.
Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·
Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.
Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.
Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,
ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ᾖρθε μίαν ἡμέρα
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο...

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.
Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».
Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».
Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.
Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.
Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...
Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Τελευταῖα Σχεδιάσματα
(ἀπόσπασμα...)

Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...
...
Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου