Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Πλασμένοι από πηλό...

Πλασμένοι από πηλό...

 
Διονύσης Καψάλης

Ι.

Το προσωπείο του έρωτα δακρύζει,
το πρόσωπο από μέσα σιωπηλό
σαν πέτρα∙ είτε πλασμένοι από πηλό
είτε από μέταλλα ευγενή, ορίζει

άλλος την ώρα της επιστροφής:
έγκλειστος μέσα μου σε χαμηλό
κελί, περνούν οι μέρες μου, μιλώ
μόνος με τις σκιές της οροφής

κι εκτίω μιας αόριστης ποινής
τις εποχές∙ με λίγο φως τα βράδια
μετέρχομαι μιας τέχνης ταπεινής

την ταπεινή παρηγοριά - σκοτάδια
αργοπορούν τριγύρω μου σαν χάδια,
εδώ που δεν αγάπησε κανείς.

 

Πλασμένοι από πηλό...

Πλασμένοι από πηλό...

 
Διονύσης Καψάλης

Ι.

Το προσωπείο του έρωτα δακρύζει,
το πρόσωπο από μέσα σιωπηλό
σαν πέτρα∙ είτε πλασμένοι από πηλό
είτε από μέταλλα ευγενή, ορίζει

άλλος την ώρα της επιστροφής:
έγκλειστος μέσα μου σε χαμηλό
κελί, περνούν οι μέρες μου, μιλώ
μόνος με τις σκιές της οροφής

κι εκτίω μιας αόριστης ποινής
τις εποχές∙ με λίγο φως τα βράδια
μετέρχομαι μιας τέχνης ταπεινής

την ταπεινή παρηγοριά - σκοτάδια
αργοπορούν τριγύρω μου σαν χάδια,
εδώ που δεν αγάπησε κανείς.

 

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΣΥΛΛΟΓΗ

 

 

 

Τρία ποιήματα
ἀπὸ τὴ
«Φιλοσοφία τῶν λουλουδιῶν»

ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.
Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
     συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
- τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
     γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του.

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

Ἂν μὲ βλέπουν νὰ στέκομαι
ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲς
στὰ λουλούδια μου, ὅπως
αὐτὴ τὴ στιγμή,
θὰ νόμιζαν πὼς τὰ διδάσκω. Ἐνῷ
εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἀκούω
κι αὐτὰ ποὺ μιλοῦν.
Ἔχοντας μὲ στὸ μέσο
μοῦ διδάσκουν τὸ φῶς.

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.


Ποιήματα γιὰ τὸ ἴδιο βουνό

Ι

Ὄχι ἀκόμη, δὲν ᾖρθα νὰ σὲ ἀπο-
χαιρετήσω ἀδελφέ, ποὺ σὲ ἀνέβηκα
πρώτη φορὰ ὅταν ἤμουν φῶς
σ᾿ ἕνα μίσχο. Οἱ περσότεροι
στίχοι μου εἶναι κτίσματα
πάνω σου. Κι ἂν ὁ λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θὰ μέναμε ὄρθιοι
τότε κ᾿ οἱ δυὸ σὰν πέτρες
παράλληλες. Ὅμως μέσα
στὸ ἀνάστατο δάσος τοῦ κόσμου
σήμερα ὁ Λόγος δύσκολα
ἀκούγεται. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ
τὸ ξέρω πὼς μέσ᾿ ἀπὸ τὰ
βιβλία μου αὔριο θὰ μαζεύουν
λουλούδια καὶ πὼς θὰ μιλοῦν
γιὰ τὸ θαῦμα - ζωή, κοιτώντας
τὸν κόσμο μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς στίχους μου.

ΙΙ

Σὲ ἀνέβαινα, σὲ κατέβαινα, οὐρανὸ
φορτωμένος γιὰ τὶς ἀνάγκες μου.
Οἱ λέξεις μου, κάλυκες, ἔπρεπε
νὰ γιομίζουν μὲ φῶς. Οἱ στίχοι μου
γλάστρες στοῦ Θεοῦ τὸ παράθυρο.

ΙΙΙ

Ὅταν ᾖρθα στὸν κόσμο κ᾿ εἶδα
τὸν ἥλιο, εἶπα: Θὰ πρέπει κάτι
ν᾿ ἀφήσω πίσω μου φεύγοντας.
Καὶ τὸ βρῆκα ἀρκετό. Ν᾿ ἀνεβῶ
στὴν κορφή σου, νὰ πετάξω
στὴ γῆς ἕνα λουλοῦδι.

IV

Εἶδα τὸν κεραυνό, τὸ φιδίσιο του
τίναγμα. Ταλαντεύονταν λάμποντας
ἀπὸ κάτω ὡς ἀπάνω τὴν κορφή σου,
μετέωρος. Κ᾿ ἡ σκέψη μου ἔπαιξε
μὲς τὸ κρανίο μου σὰν ἀστραπή:
Πηδώντας στὸ πρῶτο του, ν᾿ ἀνεβῶ
ἕνα - ἕνα, ἀπὸ κάτω ὡς ἀπάνω
τὰ λοξὰ σκαλοπάτια του.

V

Ἡ οὐράνια δαντέλα,
ἡ σχεδὸν κυματίζουσα,
τῶν γραμμῶν σου, θαρρεῖς
ὅταν δύει ὁ ἥλιος
καὶ γιομίζει ἀγγέλους.

Προχωροῦν, ἀνεβαίνουν
ἀπ᾿ τὶς δυὸ παρυφὲς
στὴ μεγάλη κορφή σου.

Συγκεντρώνονται πάνω της
σὰν μιὰ χορωδία.

Ὅσο ποὺ τέλος,
κάποιος ἀπ᾿ ὅλους
ἁπλώνει τὸ χέρι
κι ἀνάβει τὸν ἕσπερο.

VI

Ἐδῶ πάνω εἶναι ὁ θάνατος ἄγνωστος
ἔλεγα κ᾿ ἔγραφα κάποτε. Κ᾿ ἦταν
ἀλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τὰ περάσματα ἔκλειναν.
Ὁ κρύος ἀέρας κ᾿ οἱ σκιὲς
τῆς νυχτὸς δὲν ἔβρισκαν
δίοδο.

………Συναντιόνταν
τὸ ἔξω καὶ τὸ μέσα μου φῶς
κι ἁπλωνόταν δίχως ὅρια γύρω μου.

VII

Ἤμουν δέκα χρονῶν ὅταν χάραξα
μ᾿ ἕνα σουγιᾶ σὲ μιὰ πλάκα σου
τ᾿ ὄνομά μου, μόλις βγαίνει νὰ τὸ
συλλαβίζει ὁ ἥλιος. Ἦταν τότε
ποὺ ἀκόμη εἶχα «ἐγώ» μὰ ποὺ
ἀργότερα τό ῾σβησα, καθὼς
ἡ βροχὴ ἀπ᾿ τὴν πλάκα σου
τ᾿ ὄνομά μου.
………………Τ᾿ ὄνομά μου
ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀηδονιοῦ
ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὸ δάσος
χωρὶς τ᾿ ὄνομά μου.
Μοῦ ἀρκεῖ νὰ γνωρίζω ὅτι
στάζει Θεὸ στὶς ψυχὲς
τῶν παιδιῶν ἡ λάμψη τῶν λέξεων.

VIII

Ὑποσχόμουν στὸ ἕνα ποὺ ἦταν ὅλα.
Χαμογελοῦσα στὸ ἕνα ποὺ ἦταν ὅλα.
Δὲν ἤσουν τὸ ἕνα, καλό μου βουνό.
Σὲ ἔκαμα πρόσωπο, σὲ εἶδα λαὸ
καὶ σὲ εἶδα πλανήτη. Κ᾿ ἔκαμα
ἕνα ὄμορφο ὄνειρο: Νὰ μεταβάλω
μ᾿ αὐτὸ τὸ χαμόγελο πάνω σου
σὲ κρόσια ἥλιου ὅλα τὰ σύννεφα,
σὲ φώσφορο εἰρήνης μιὰ καταιγίδα.

IX

Εἶχα ἀνάγκη νὰ ὑπάρχεις. Νὰ βρῶ
ν᾿ ἀκουμπήσω κάπου τὴ λύπη μου.
Σὲ καιροὺς ὅπου ὅλα, πρόσωπα,
αἰσθήματα, ἰδέες, ἦταν ρευστά,
χρειαζόμουν μιὰ πέτρα στερεὴ
ν᾿ ἀκουμπῶ τὸ χαρτί μου.
Μὴν ἀποσύρεις τὴν πέτρα σου,
Κύριε, καὶ μείνουν τὰ χέρια μου
στὸ κενό. Ἔχω ἀκόμη νὰ γράψω.

X

Παλεύοντας διάσχισα ἀνέμους
πολλούς, ποὺ βρίσκαν τὸ στῆθος μου
ἀνοιχτὸ καὶ μὲ πάγωναν. Ὑδρορροὲς
κεραυνῶν τὸ μέτωπό μου, φαγώθηκε,
ἔτσι ποὺ τώρα νὰ στεκόμαστε
ὁ ἕνας μας ἀντίκρυ στὸν ἄλλο,
σὰν δυὸ ἀδελφὰ γκρίζα
πετρώματα.
……………..Ἡ γαλήνη σου
ὅμως καὶ ἡ γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στὰ πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
τὴν ὕπαρξη.
…………….Ἡ μοῖρα
μοῦ ἐπέτρεψε ἀπ᾿ ὅλον τὸν μέγα
πλοῦτο ποὺ ὑμνῶ, νὰ ἔχω
κ᾿ ἐγὼ στὸ σύμπαν μιὰ πέτρα.

XI

Πολὺ τὸ προσπάθησαν οἱ ἄσχημοι
τοῦτοι καιροί, ἀλλὰ τέλος
δὲν μοῦ ρήμαξαν τὴν ψυχὴ
γιὰ νὰ μείνει ἐδῶ, νὰ στέκεται
δίπλα σου, νὰ σὲ ντύνει,
σὲ ὧρες χαρμόσυνων ἡμερῶν,
ἀγγελμάτων.
………………Θά ῾ναι τὸ γιορ-
τινό σου πουκάμισο.

XII

Θέλω νὰ ὑφάνω, ν᾿ ἀποδώσω μὲ λέξεις
τὸ ρυθμὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ χτυπάει
στὰ χαλίκια κάτω ἀπ᾿ τὶς φτέρες σου.
Ν᾿ ἀκούγεται ὅμοια κ᾿ ἡ ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τὴ λέξη, μέσα
στοὺς στίχους μου, νὰ ρέει
συνεχῶς, καθαρά, τρυφερά,
(ἀπὸ δῶ οὐρανὸς κι ἀπὸ κεῖ οὐρανός)
μουσικὴ δωματίου μέσα στὸ χρόνο.

XIII

Μὲ τὶς λέξεις σου μίλησα τῶν τσοπάνηδων
ποὺ τὶς φύλαξα στὸ αἷμα μου. Ἦταν
γυμνὲς καὶ τοὺς φόρεσε ἔνδυμα
νὰ ταιριάζουν στὴν ὁμιλία μου
μὲ τὸν κόσμο - μὲ τὰ ζῶντα καὶ μή,
ποὺ ὅλα μαζὶ σχηματίζουνε ἕναν
ποταμὸ ὀμορφιᾶς, ποὺ ἐδῶ ἀκριβῶς,
στοὺς δυό μας ἀνάμεσα καὶ γύρω ἀπὸ μᾶς,
στὸ χῶρο τῆς γῆς, τέμνει τὴν ἄβυσσο.

XIV

Τὸ ξέρω ὅτι ἤσουν καὶ πρὶν
γεννηθῶ. Τὸ ὕψος σου
πάντως βγῆκε ἀπὸ μέσα μου.



Μὲς τὴ διαφάνεια τοῦ πρωινοῦ

Μὲς τὴ διαφάνεια τοῦ πρωινοῦ ἄνοιξα τὰ παράθυρά μου καὶ σ᾿ εἶδ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα χαρούμενη νὰ κατεβαίνεις, πλαγιὰ-πλαγιὰ τοὺς οὐρανούς, πλαγιὰ-πλαγιὰ τοὺς λόφους, σὰ νἄρχεσαι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κι ἀπ᾿ τὴν πηγὴ τοῦ κόσμου. Κουδούνια καὶ χαμόγελα τὸ φόρεμά σου
ποὺ τὸ φιλοῦν, καὶ τὸ γυρίζουν οἱ αὖρες στὸ γαλάζιο
κι εἶσαι παντοῦ μὲ μι᾿ ἀγκαλιὰ τριαντάφυλλα ποὺ φέγγουν τὶς πέτρες χρωματίζοντας γύρω μου ὅταν βραδιάζει.
Μὰ ὅταν νυχτώνει, κλείνοντας τὰ τέσσερα παράθυρά μου, ἐνῷ στὸ σκοῦρο θαλασσὶ παίρνουν ν᾿ ἀνθίζουν τ᾿ ἄστρα, σμίγω ἔξω μὲ τοῦ σύμπαντος τὸ μέγα φῶς, τὸ φῶς σου, λιώνοντας τὴν εἰκόνα σου σ᾿ ἄχνινα συννεφάκια.
Κι ἐνῷ κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη μου γέρνω τὸ μέτωπό μου
κι ἀκούω σκυμμένος τοῦ δικοῦ μου κόσμου τὶς καμπάνες,
ἀπ᾿ ἔξω ὑπάρχεις ἐσύ: φῶς, στερέωμα, οὐρανός,



Οἱ μικροὶ γαλαξίες

Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.


Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα

Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα μὴν ἀνησυχήσης
ὡς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ, ὡς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δίπλα,
μ᾿ ἕνα πικρὸ ραβδὶ θὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία πηγή.
πόρτα σὲ πόρτα θὰ γυρνῶ μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε, γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος- Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι, κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.


Τὰ δεκατέσσερα παιδιά

«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...»
Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.

Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.

Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.

Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.

Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.

Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.


Τὸ καθαρότερο πράγμα τῆς δημιουργίας

Δὲν ξέρω, μὰ δὲν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ βρεῖς οὔτε στὶς Ἄλπεις, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ καὶ τὸ χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.


Δίχως πανί

Δίχως πανί, δίχως κουπί, ἂν μᾶς σέρνει
ὁ γιαλός μας,
δίχως ἄστρο ἂν μᾶς θέλει ἡ νύχτα,
δίχως ἥλιο ἂν μᾶς καλεῖ ἡ ημέρα,
ποῦ εἶναι ο κόσμος;


Δειλινά

Τὰ βήματα τοῦ φθινοπώρου ἀντήχησαν
νωρίς, κι εἶπε μὲ πίκρα ἡ ἀδελφή μου:
«Ἡ νυχτερινὴ βροχὴ τὰ ρόδα μας
τὰ μάδησε, ἀδελφούλη μου, καὶ τώρα;»
Ἕνα βιβλίο ρομαντικὸ θὰ συλλογίστηκε...
Μὰ ἐγὼ ἀναμέτρησα στὸ νοῦ μου τὶς ἱστορίες
γύρω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ῥόδα ποὺ πεθάνανε
στὴ φύση ἀνάμεσα καὶ στὴν καρδιά μου.


Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα

Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-
κεῖνα τὰ χρόνια, μοῦ ῾χε ὁ Θεὸς
φυλάξει τὰ δέντρα. Ἦταν ἀστέρια στὸν οὐρανό...
Μπροστά μου ὁ Ταΰγετος στεκόταν ἀνέπαφος...
Ἦταν ὁ κόσμος τοῦτος τόσο ὄμορφος, ποὺ μπέρδευε εὔκολα
κανεὶς τὰ φαινόμενα...
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-κεῖνα τὰ χρόνια,
δὲν πλανιότανε οὔτε ὑποψία κακῆς φωτιᾶς στὸν ὁρίζοντα.


Αὐτοβιογραφία

Μεταφέρω ἀπὸ τόπο σὲ τόπο
τὴ λύπη μου, αὐτὸ τὸ καλύβι
μὲ τὰ ἐλάχιστα πράγματα:
τὰ χαρτιά, τὶς μνῆμες, τὶς πέννες μου.
Τὸ πιὸ μεγάλο μου ἀπ᾿ ὅλα
τὰ πράγματα, μὲς
στὸν ἄδειο μου χῶρο,
εἶναι τὰ χέρια μου.


Αὐτοβιογραφία (ἀποσπάσματα)

Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὸ νερό.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τῆς γῆς τὸ ποίημα!...
...Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιόττητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»...
...Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.


Μὴν ἀγγίζετε!

Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!


Ἀπόκριση

στὸν ποιητὴ Θανάση Παπαθανασόπουλο
Ὁ ἥλιος μοιράζεται σὲ κομμάτια
μέσα στοὺς ποιητές. Εἶναι τὸ ἀντίδωρο
ποὺ ὁ Θεὸς διανέμει στοὺς ἐντολεῖς του.

Συμμετέχουμε στὴν ὑπόθεση τοῦ φωτός.
Ἐνῶ φτιάχνουν ἐκεῖνοι, πουλοῦν, διακινοῦν
ὅπου γῆς κι ὅπου ἄνθρωποι ὅπλα
κι ἀποθηκεύουν αἷμα σκοτώνοντας ὄνειρα
ἐμεῖς προσπαθοῦμε:

Νὰ φτιάξουμε
ἕναν οὐρανὸ μὲ λίγες λέξεις.


Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα

Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων. Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.

Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΣΥΛΛΟΓΗ

 

 

 

Ὁ πράσινος κῆπος

Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.

Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση

Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.

Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί

Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.

Ἕνας μικρότερος κόσμος

Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.

A smaller world

Nikiforos Vrettakos
A smaller world
(Diary, translated by Rick Μ. Newton)
Ι seek a shore where Ι can fence in
a patch of the horizon with
trees or reeds. Where, gathering infinity,
Ι can have the sense that: there are nο machines
or very few; there are nο soldiers
or very few; there are nο weapons
or very few, and those few aimed at the exit
of the forests with wolves; or that there are nο merchants
or very few at remote
points οn the earth where
paved roads have not yet been laid.
God hopes that
at least in the poets᾿ sobs paradise will never cease to exist.

Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.

Τhe Greek language

Nikiforos Vrettakos
Τhe Greek language
(translated by Marjorie Chambers)
When Ι sometime leave this light
Ι shall meander upwards like a
murmuring stream.
And if by chance somewhere among
the azure corridors
Ι meet with angels, Ι shall speak
to them in Greek, since
they do not know languages. They
speak among themselves with music.

Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων

Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.
Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».

Τhe field of words

Nikiforos Vrettakos
Τhe field of words
(translated by Marjorie Chambers)
Like the bee round a wild
flower, so am Ι. Ι prowl
continuously around the word.
Ι thank the long lines
of ancestors who moulded the voice.
Cutting it into links, they made
meanings. Like smelters they
forged it into gold and it became
Homer, Aeschylus, the Gospels
and other jewels.
With the thread
of words, this gold
from gold, which comes from the depths
of my heart, Ι am linked, Ι take part in
the world.
Consider:
Ι said and wrote, «Ι love».

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...

Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.
Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.

Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ

Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

Εἰρήνη εἶναι ὅταν...

Εἰρήνη, λοιπόν,
εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου)


Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι

Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες
φερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης. Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε. Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα; Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
Νὰ κάθονται πάνω τῆς ἣ νὰ πορεύονται,
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή. Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα. Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν. Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται.

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!

Ἐπιστροφή

Μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου
βρῆκα τὸ πατρικό μου σπίτι νὰ κοιτάζει,
μὲς ἀπ᾿ τὶς φυλλωσιές, σὰν ἄλλοτε, τὴ δύση.
-μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου.
Γοργὰ τὸ νζάκι ἡ μάνα μου τρέχει ν᾿ ἀνάψει.
Κ᾿ ἐνῷ ἀπ᾿ τὴν πόρτα βλέπω τὶς γλυκές του λάμψεις,
μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου
δὲ μπαίνω μέσα. Ἀπέξω κάθομαι καὶ κλαίω...

Σοῦ στήνω μία καλύβα

Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,
μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

Ἐπιστροφὴ στὸ βουνό

Δὲ θὰ ξανάρθω πιὰ κοντά σου
νὰ μὴν ἀκούσεις τὸ ποτάμι
ποὺ μὲς στὸ στῆθος μου κυλᾷ.
Ἂν δεῖς τὸν ἥλιο νὰ σοῦ γνέφει
τὸν ἕσπερο νὰ σὲ ρωτᾷ,
βάλε τὰ σπάρτα τὰ μαλλιά σου
τὶς μυγδαλιὲς στὴν ἀγκαλιά σου
κι᾿ ἔβγα νυφούλα στὰ βουνὰ
Ἔβγα νυφούλα στὰ βουνά.
κι᾿ ἂν σὲ ρωτήσουνε τ᾿ ἀλάφια,
ἂν σὲ ρωτήσουν τὰ πουλιά,
πές τους: θὰ βγῶ μὲ τὸ φεγγάρι,
μὲ τρεῖς ἀγγέλους συντροφιά!
Διπλὸ γαρύφαλλο στ᾿ ἀφτί μου,
ἡ μάνα μου καὶ τ᾿ ἄλογό μου,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κ᾿ ἑφτὰ παιδιά!

Δίχως ἐσέ

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του
Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Τὸ παιδὶ μὲ τὴ φυσαρμόνικα

Θὰ βγῶ στὸν κάμπο νὰ μαζέψω
τὰ πεσμένα φύλλα τοῦ ἥλιου,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του -τοῦτο τὸ καλοκαίρι-,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του σὲ φύλλα γιὰ νὰ γράψω
τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ τραγούδι σου, Ἑλληνόπουλο!
Γιατὶ τὸ χῶμα δὲ μὲ φτάνει! Δὲ μὲ φτάνει τὸ αἷμα μου!
Γιατὶ τὰ δάκρια μου δὲ φτάνουνε νὰ πλάσω τὸν πηλό μου!
Τί νὰ τὸ κάνω τὸ σπίτι μου; Ἔξω σὲ τραγουδᾶνε!
Ἔξω μιλοῦν γιὰ σένανε! Δέ μου φτάνει ἡ φωνή μου!
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς «Ὄχι» στὸ θάνατο.
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ πήγαινες σφυρίζοντας ἀντίθετα
στ᾿ ἀστροπελέκι,ἀντίθετα στὴ διαταγὴ
καὶ στὸ γλυκὸ ψωμὶ τῆς γῆς! Ἀντίθετα
στὰ γαλανά σου μάτια ποὺ ἦταν γιὰ τὸν ἔρωτα!

Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ

Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!

Γαλήνη

Κρεμάστη ἀνάστροφα ἡ σελήνη πάνω στὸ χάος τὸ γαλανὸ
κι ὁ θεὸς προσμένει τὸ θεό του σὰν ἄνθρωπος στὸν οὐρανό.

Γράμμα

Δὲν ἔχω ἕνα φύλλο ἀπ᾿ τὰ παλιὰ πράσινα δέντρα.
Σοῦ γράφω τὴ λύπη μου σ᾿ αὐτὸ τὸ χαρτί.
τόσο ἐλαφριὰ ποὺ νὰ στὴ φέρει ὁ ἄνεμος,
τόσο καλὴ καὶ τρυφερὴ ποὺ νὰ μὴ παραξενευτεῖ ὁ ἥλιος,
εὐγενικὴ σὰν τὴ σιωπὴ ποὺ περπατεῖ στὸ χορτάρι
τὴ νύχτα, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ σὰν τὸ νεράκι ποὺ τρέχει
καὶ δὲ μαντεύεις πὼς τὸ γέννησε ἡ χτεσινὴ καταιγίδα.
Πολλοὶ σκοτώθηκαν. Πολλοὶ ζοῦμε. Ὅλοι μας εἴμαστε
λαβωμένοι. Εἶναι βαρὺς ἀπὸ τὸν πόνο μας ὁ κόσμος.
Μὲ τὴ σιωπὴ τῆς θάλασσας θὰ λάβεις τὴ λύπη μου.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ αἰώνιό μου Μή με λησμόνει!
Εἶναι ἕνα φῶς διπλωμένο ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα μικρὸ συννεφάκι.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, μιὰ κ᾿ εἶσαι κοντὰ στὸ θεό,
νὰ τ᾿ ὁδηγήσεις σ᾿ ἕνα πράσινο κῆπο του.
Σοῦ στέλνω αὐτὸ τὸ βρέφος μὲ τὸ τσακισμένο ποδαράκι.
Ἀνεβασέ το στὸ παράθυρο μὲ τὸν αὐγερινό,
κοντὰ στὸν κόσμο, κοντὰ στὸ ὄνειρο,
κοντὰ στὴν καλοσύνη σου,ποὺ εἶναι ζεστὴ σὰ μιὰ ἀνάσα μητέρας,
κοντὰ στὸ τζάκι ποὺ ὀνειρεύεσαι μὲ τὸ χέρι στὸ μέτωπο
τὴν εὐτυχία τοῦ πεινασμένου, τοῦ στρατιώτη, τοῦ ἄρρωστου.
Βάλτο κοντὰ στὴν πράσινη σημαία. Κοντὰ στὸ κόκκινο
ἄλογο. Στὴ μητέρα σου πλάι, ποὺ τριγυρισμένη
ἀπ᾿ τοῦ Γενάρη τοὺς σπουργῖτες, γνέθει τὴν ἐλπίδα.
ἄλτο κοντὰ στὸ στεναγμὸ τῆς φιλίας. Κοντὰ-κοντά.
Βάλτο νὰ κάτσει, κι ἄνοιχτου σὰν ἕνα γέλιο τὸ παράθυρο
νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο.

Ἀνάμνηση ἀπ᾿ τὸν Ταΰγετο

Ἔστηνε ἡ Ἄνοιξη τὴν προτομή μου
σὲ μικροὺς λόφους εἰρήνης,
ἔλαμπε καθισμένο στὸ ραβδί μου ἕνα πουλὶ ἀπὸ φῶς
κ᾿ ἔβρεχε ἰριδισμοὺς στὰ πρόβατα τὸ αἰώνιο σέλας τῆς ἀγάπης.
Μὲς στὴ σιωπή, τὸ θαλασσὶ φλοίβησμα τοῦ αἱματός μου
ἀνάδινε τὸν ἦχο τοῦ ἀδραχτιοῦ τῆς μητέρας μου,
ποὺ ὕφαινε στῶν σταχτιῶν τὸ πράσινο καὶ τὸ λευκὸ μαλλὶ τοῦ αὐγερινοῦ.
Μικρὸς Ἑωσφόρος τοῦ φωτὸς στοῦ Εὐρώτα τὶς ροδοδάφνες,
ἔπαιρνα δίπλα τὰ βουνὰ βρεγμένος ἀπὸ τὸ φεγγάρι
μὲ δυὸ ἄσπρους κρίνους στὴν καρδιά,
μ᾿ ἑφτὰ σημαῖες στὰ χείλη,
κι ἀπάνω ἀπὸ τῶν γερακιῶν τὶς ἀτελεύτητες μοναξιὲς
ἐπόπτευα τὸ σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι ἀλλοτινὰ φῶτα στὴ μνήμη μου.

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές...

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια τοῦ ἔρωτα,
ἄσπρισαν ἀπ᾿ τὰ λόγια σου, γείρανε τὰ κλαδιά τους
γιόμισα τὸ μικρό μου κόρφο, πῆγα καὶ στὴ μάνα μου.
Κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ μάλωνε:
Χτὲς σ᾿ ἔλουσα, χτὲς σ᾿ ἄλλαξα, ποῦ γύριζες -
ποιὸς γιόμισε τὰ ροῦχα σου δάκρυα
καὶ νεραντζάνθια;

Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!

Πλούμιτσα

Πρόσμενες νὰ μὲ δεῖς ὅπως τὸ δέντρο
ποῦ κουνιέται ἀπὸ τ᾿ ἄνθη του!.. Ὅμως ὄχι!
Χρειάζεται πολὺς ἥλιος γιὰ ν᾿ ἀνθίσεις!

Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

Μεταρσίωση

Τὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.
Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.
Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.

K ΟΥΡΑΝΗΣ - ΠΟΙΗΣΗ - ΣΥΛΛΟΓΗ

 

 

 

Τῆς ἀγάπης

Νά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη
ποὺ ἴσαμε τὰ σήμερα δὲ σ᾿ ἔχω νιώσει ἀκόμα,
μὰ ποὺ ἔνστικτα τὸ εἶναι μου σ᾿ ἀναζητοῦσεν, ὅπως
τὴ γόνιμη ἄξαφνη βροχὴ τὸ στεγνωμένο χῶμα!
Πόσες φορὲς ἀλίμονο! δὲ γιόρτασα, θαρρώντας
πὼς ἐπιτέλους ἔφτασες, Ἐσὺ πού ῾χες ἀργήσει:
Σὰ μυγδαλιά, ποὺ ἡλιόλουστες ἡμέρες τοῦ χειμῶνα
τὴ ξεγελᾶνε, βιάζονταν κι ἐμὲ ἡ ψυχὴ ν᾿ ἀνθίσει.
Μὰ δὲν ἐρχόσουνα ποτὲς καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
τ᾿ ἄνθια σωριάζονταν στὴ γῆς ἀπὸ τὸν κρύο ἀγέρα
κι εἶναι ἡ ψυχή μου πιὸ γυμνὴ παρὰ προτοῦ ν᾿ ἀνθίσει
καὶ σήμερα, ποὺ ἡ Νιότη μου γέρνει ἀργὰ στὴ δύση,
τοῦ ἐρχομοῦ σου σβήνεται κι ἡ τελευταία ἐλπίδα:
-Φοβᾶμαι πὼς ἐπέρασες, Ἀγάπη καὶ δὲν σ᾿ εἶδα!...

Ἕνα καράβι φεύγει

Ἕνα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
ἀφήνει ἀγάλια τὸ λιμάνι πρὸς τὸ βράδυ.
Ἡ νηνεμία τῶν νερῶν, καθὼς τὴ σχίζει,
μ᾿ ἀντιφεγγίσματα λευκῶν πανιῶν γεμίζει.
Εἶν᾿ ἕνα ξενικὸ καράβι, στὰ πλευρά του
μὲ κόπο συλλαβίζει ὁ κόσμος τ᾿ ὄνομά του.
Ἀπὸ ποιὰ μακρινὰ ἔχει ἔρθει μέρη
καὶ τὸ ποῦ πάει κανένας δὲν τὸ ξέρει.
Οὔτ᾿ ἕνα ἄσπρο μαντήλι δὲν τὸ χαιρετάει,
τώρα ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρολίμανο σιγὰ περνάει.
Μόνο οἱ γυναῖκες τὸ κοιτᾶν ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
σὰ ν᾿ ἀπολησμονήθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια.
Ὡστόσο ἀφήνοντας γιὰ πάντα τὸ λιμάνι,
ἕνα τεράστιο ψυχρὸ κενὸ ἔχει κάνει.
Καὶ τώρα ποὺ στὸ πέλαγο ἀρμενίζει
κι ὁ δειλινὸς ὁ ἥλιος τὸ φωτίζει,
-λάμπουν ἀπὸ χρυσάφι τὰ κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στὰ ξάρτια-,
οἱ ἀνθρῶποι ποὺ κοιτᾶν στὴν παραλία
νοιώθουν πιὸ ἄδεια, πιὸ στενὴ τὴν πολιτεία
καὶ πιὸ γυμνὴ ὁ καθένας τὴ ζωή του
-σὰν κάτι νὰ τοὺς ἔφυγε μαζί του...
 

Κατοχή

Ἀλήθεια, δάση καὶ βουνὰ
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;
Ἀνθίζουν πάντοτε οἱ βραγιές;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;
Ἀπίστευτα μᾶς φαίνονται ὅλα
σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τώρα χρόνια
σὰν σ᾿ ὀρεινά φτωχὰ καλύβια
ποὺ τ᾿ ἀποκλείσανε τὰ χιόνια...
Θὲ νἄρθει τάχα μιὰν ἡμέρα
σὰν ἀπὸ τόπους μακρινοὺς
ἡ Ἄνοιξη ποὺ λαχταρᾶμε;
Καὶ θὰ μᾶς εὕρει ζωντανούς;

Νοσταλγίες

Μοιάζω τοὺς γέρους ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες
καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία,
παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους
νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα.
Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν,
καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους
καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν.
Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν
καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση
ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει:
κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους,
μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,
πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...

Δὸν Κιχώτης

Ἀτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του
τὸ ἀχαμνό, τοῦ Θερβαντὲς ὁ ἥρωας περνάει,
καὶ πίσω του, τὸ στωικὸ γαϊδούρι του καβάλα
ὁ ἱπποκόμος του ὁ χοντρὸς ἀγάλια ἀκολουθάει.
Αἰῶνες ποὺ ξεκίνησε κι αἰῶνες ποὺ διαβαίνει
μὲ σφραγισμένα ἐπίσημα, ἑρμητικὰ τὰ χείλια
καὶ μὲ τὰ μάτια ἐκστατικά, τὸ χέρι στὸ κοντάρι,
πηγαίνοντας στὰ γαλανὰ τῆς Χίμαιρας βασίλεια...
Στὸ πέρασμά του ἀπ᾿ τοὺς πλατειοὺς τοῦ κόσμου δρόμους, ὅσοι
τὸν συντυχαίνουν, γιὰ τρελλὸ τὸν παίρνουν, τὸν κοιτᾶνε,
τὸν δείχνει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ - κι εἰρωνικὰ γελᾶνε
Ὦ ποιητή! παρόμοια στὸ διάβα σου οἱ κοινοὶ
οἱ ἄνθρωποι χασκαρίζουνε. Ἄσε τους νὰ γελᾶνε:
οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!

VITA NUOVA

Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι ὅπως ἕνα δέντρο,
ὁποὺ θροΐζει ἀνάλαφρα σὲ πρωινὸ τοῦ Ἀπρίλη
μέσ᾿ σ᾿ ἕνα κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο
καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι.
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο,
ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα
σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει
ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα.
Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια,
τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε
καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε,
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι:
καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων στὴν εἰρήνη
καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη.

Nel mezzo del᾿ cammin...

Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.
Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει...
Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη -
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.
Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω - θὰ πεθαίνω!

Περαστικές

Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·
γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:
νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα -καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

Ἐρωτικὰ IV

Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου
ᾖρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!
Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.
Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
βγῆκα, σ᾿ ἐσένα τὸ χρωστάω,
σ᾿ ἐσένα τοὺς χυμοὺς ποὺ νοιώθω,
τὴ νέα γλῶσσα ποὺ μιλάω!

Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συννεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πῶς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!

Ταξίδι στὰ Κύθηρα

Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης - τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.
Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!...
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν
καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.

Ἡ ἀγάπη

Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.

Ζωή

Κάποιες φορές, σὰ βράδιαζεν ἀργὰ στὴν κάμαρά μας,
τ᾿ ὠχρὸ κεφάλι γέρνοντας στὴν ἀγκαλιά μου ἀπάνω
καὶ μὲ θλιμμένο ἀνάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θὰ μὲ ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σὰν πεθάνω;»
Δὲ σ᾿ ἀπαντοῦσα. Τὴ φωνὴ τὴν πνίγαν οἱ λυγμοί μου,
κι᾿ ἕσφιγγα μὲ παροξυσμὸ τ᾿ ἀδύνατο κορμί σου,
σὰ νά ῾ θελᾳ μὲς στὴ ζωὴ νὰ σὲ κρατήσω ἐνάντια
στὸ Χάρο, γιά, ἂν δὲν μπόραγα, νὰ πήγαινα μαζί σου.
Γιατ᾿ ἤσουν ὅλη μου ἡ ζωή, χαρά της καὶ σκοπός της,
κι᾿ ὅσο κι᾿ ἂν ἐστρεφόμουνα πίσω στὰ περασμένα
δὲν ἔβλεπα, δὲν ἔνιωθα κοντά μου ἄλλη ἀπὸ σένα.
Μοῦ φαίνονταν ἀδύνατο δίχως ἐσὲ νὰ ζήσω.
Καὶ τώρα ποὺ μὲ ἄφησες, μὲ φρίκη ἀναλογιέμαι
τὸ θάνατό σου, ἀγάπη μου, πὼς πάω νὰ συνηθίσω.

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
ποῦ γέρασαν κὰ τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς οὔτε μία βάρδια στὸ κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ἀκρολίμανα δεμένα.
Τὰ φορτηγὰ καράβια: ποὺ ταξίδεψαν
στῶν πέντε τῶν ἠπείρων τὰ πελάγη
-ἀπ᾿ τοῦ Μουρμὰνκ τὴ παγερὴ τὴ θάλασσα
ἴσαμε τοῦ Ἀμαζόνα τὰ τενάγη.
Τοὺς ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
ποῦ στὰ μεγάλα τῶν χειμώνων βράδια
μ᾿ ὑπομονὴ κι ἀγάπη -γιὰ τὰ ἐγγόνια του
(εἴτε γι᾿ αὐτούς;-) μικρὰ φτιάχνουν καράβια,
καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ ταξιδέψουνε
μὰ κάθε μέρα ὡς τὸ λιμάνι πᾶνε
καί, ἄνεργοι, ἀνώφελοι καὶ πένθιμοι
σὰν κάτι τὶς νὰ χάσανε κοιτᾶνε.

Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν

Ι

Τὶς νέες συλλογίζομαι στὶς ἀπομακρυσμένες
τὶς ἐπαρχίες, τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά,
ὅταν πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοὺς κοιτᾶν στηλὰ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...
Τὶς συλλογιέμαι στὶς θαμπὲς τοῦ φθινοπώρου ἡμέρες,
ὅταν κοιτᾶνε τὴ βροχὴ νὰ πέφτει στὴν αὐλή τους
κι ἀνασηκώνουν στοὺς στενούς τους ὤμους τους τὸ σάλι,
γιατὶ ἕνα ρῖγος παγερὸ νιώθουν ὡς τὴν ψυχή τους...

ΙΙ

Συλλογιστήκατε ποτὲ τὶς νέες στὶς ἐπαρχίες,
ποὺ περιμένουνε νὰ ῾ρθεῖ, τὸ βράδυ, ἡ ἐφημερίδα,
γιὰ νὰ διαβάσουν ἄπληστα τὸ μυθιστόρημά της
καὶ νὰ μάθουν τί ἀπόγινε ἡ ὄμορφη ἡρωίδα;
Ποὺ ἀνταλλάσσουν κάρτ-ποστὰλ -«ἰδίως τοπία καὶ ἂνθη»-
καὶ διατηροῦν ρομαντική, κρυφά, ἀλληλογραφία
μ᾿ ἕνα ἄγνωστον, ποὺ μ᾿ ἄπειρα χαρίσματα τὸν πλάθουν
κι ἐκεῖνος εἶναι ἕνας γραφεὺς σὲ κάποια Δημαρχία;
Ποὺ γράφουν καλλιγραφικὰ -καὶ μ᾿ ἀνορθογραφίες-
«σκέψεις» μὲς σὲ λευκώματα παρμένες στὰ βιβλία
καὶ ποὺ μὲ μελαγχολικὰ ψευδώνυμα ὑπογράφουν,
ὅπως: «Ἀνέραστος Ψυχή» ἢ «Θλιβερὰ Καρδία»;

ΙΙΙ

Ἐγὼ τὶς συλλογίζουμαι τὶς νέες αὐτές, ποὺ εἶναι
τῆς Ἔμμας Μποβαρὺ ἀδερφὲς -καὶ πάντα καρτερᾶνε
τὸ Νέο τὸ ρομαντικό, τὸν πλούσιο, τὸν ὡραῖο,
ποὺ θὰ τοὺς δώσει τὴ λαμπρὴ ζωὴ ποὺ λαχταρᾶνε...
Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Πότε θὰ ῾ρθεί ἀπὸ τὸ γαλανὸ
βασίλειο τῆς Χίμαιρας, μ᾿ ἐρωτικὰ ἀνοιγμένη
τὴν ἀγκαλιά, καὶ νὰ τὸν δοῦν νὰ τοὺς χαμογελᾶ;
Τάχα γιατί τόσο πολὺ ν᾿ ἀργεῖ; Τί περιμένει;
Δὲν ξέρει πῶς στὴν πένθιμη αὐτὴν ἀναμονὴ
λιώνουν οἱ ἄσπρες τους ψυχὲς σὰ μάταιες λαμπάδες;
Καὶ δὲ φοβᾶται, σὰ θὰ ῾ρθεῖ μιὰ μέρα, νὰ μὴ βρεῖ
σβηστὸ τὸ φῶς καὶ -ἀλίμονο- νεκρὲς τὶς Ἑστιάδες;
Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Κατάμονες καὶ θλιβερὲς στὸ σπίτι
-στοῦ φθινοπώρου τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά-
οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν κοιτᾶν στηλᾶ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...

Koρίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ...

Κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη:
μορφές, μέσα στὴ μνήμη μου, χιμαιρικὲς κι ὡραῖες,
σὰ ρόδινες σ᾿ ἀκίνητα βάλτων νερὰ νυμφαῖες,
-τὸν τόπο ἀφότου ἀφήσατε, τί νά ῾χετε ἀπογίνει,
κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη;
Ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα,
ὢ σεῖς ποὺ μὲ μαγεύατε, παιδί, στὴν ἐπαρχία,
ὅπως μαγεύουν ἔναστρης νυχτιᾶς τὴν ἡσυχία
γλυκιὲς φωνὲς ποὺ τραγουδᾶν τραγούδια εὐτυχισμένα,
ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα;
Σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια,
οὔτ᾿ ἕνα μήνυμα ἀπὸ σᾶς δὲν ᾖρθε τώρα χρόνια!
Ρημάξανε τὰ σπίτια σας -κι ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ μπαλκόνια
μόνες οἱ γριὲς οἱ βάγιες σας κοιτᾶνε πρὸς τὰ βράδια:
σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια...

Τὸ κορίτσι τῶν δεκατριῶν χρονῶν

Σβέλτη, γοργὴ καὶ γλιστερὴ σὰ φίδι, ὅλη τὴν ὥρα
ποῦ νὰ τὴν πιάσω τέντωνα τὰ χέρια, ξεγλιστροῦσε
καί, πάντα προκαλώντας με κι ὅλο ξεφεύγοντάς μου,
εὐτυχισμένη, - ὁλόκαρδα καὶ εἰρωνικὰ ἐγελοῦσε.
Μ᾿ ἀπάνω στὸ κυνηγητὸ κι ἀπάνω στὸ παιγνίδι,
κάθε ποὺ σμίγαν τὰ κορμιὰ καὶ κόλλαγαν στὴν πάλη,
ἐκείνη πιὰ δὲν γέλαγεν ἀθῴα σὰν καὶ πρῶτα
κι ἐμένα ὡς κῦμα ἀνέβαινε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.
Καί, μιὰ στιγμή, ποὺ ἅρπαξα τὴ μέση της καὶ μ᾿ ἄγρια
ἐπιθυμία τὴν κράτησα μέσα στὴ ἀγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τὰ πόδια της μέσα στὰ γονατά μου,
Τὴν εἶδα ποὺ ἀφέθηκε γλυκὰ στὸ σφιξιμό μου,
ἐνῷ τὰ μάτια ἐγλάρωναν καὶ τρέμανε τὰ χείλη:
κι ἔνοιωσα ὅτι μέσα της ἐξύπνησε τὸ θῆλυ.

Ἐρωτικό

Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·
Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.
Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·
Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.
Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.
Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,
ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ᾖρθε μίαν ἡμέρα
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο...

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.
Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».
Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».
Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.
Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.
Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.
Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...
Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Τελευταῖα Σχεδιάσματα
(ἀπόσπασμα...)

Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...
...
Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!

ΤΖΑΝΕΤΟΥΛΑΚΟΥ ΚΑΙΤΗ

 

 

 

 

ΤΖΑΝΕΤΟΥΛΑΚΟΥ ΚΑΙΤΗ


AΔΥΝΑΜΙΑ

Αν κλάψω μην σταματήσεις
φύγε εγώ δεν μπορώ!
Αν σου κρατήσω το χέρι
μην μείνεις
διώξε με, εγώ δεν μπορώ!
Αν με ζητήσεις,θα με βρεις
σ΄έκρυψα στην καρδιά μου.
θα μπορώ πάντα!
Back to Top

ΤΣΟΥΤΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ...

Και τώρα κορμί μου
μεταξύ μας:

θα σου γνωρίσω
την προσέγγιση του απείρου.

Από τα βάθη σου
ξεκινούν οι ορίζοντες.

Και οι φωτιές ανάβουν
τη στιγμή της αυτογνωσίας σου.

Τώρα θα σου απονείμω
τις τιμές που σου ανήκουν.

ΡΟΥΣΣΟΥ ΜΑΡΙΑ_ΜΑΓΙΑ ποιηση

 

 

 

ΡΟΥΣΣΟΥ ΜΑΡΙΑ_ΜΑΓΙΑ


ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙΣ...

Κινδυνεύεις, δε βλέπεις;
Όταν μ΄αγκαλιάζεις
δεν καταλαβαίνεις
πως πρέπει μ΄άλλα μάτια να με προσέξεις;
Δεν καταλαβαίνεις
πως ανάμεσά μας οι σχέσεις
είναι αντίστροφες;
Πως εγώ είμαι η αιχμηρή
που σε διαπερνώ
που κατοικώ το μυστικό σου χώρο
που ψηλαφώ κι ανιχνεύω
που γνωρίζω αλάθητα.
Δεν ένοιωσες
πως κλείνοντας τα μάτια σου
μ΄έκλεινες μέσα;
Πως δραπετεύοντας
έπαιρνες με τις τύψεις σου
και μένα;
Δεν καταλαβαίνεις πως όταν σφραγίζεσαι
μέσα σου και μένα σφραγίζεις
έτσι που ανενόχλητη
στο σκοτάδι σου σ΄ερευνώ;
Μα δε βλέπεις πως είμαι ένα άγριο
κοφτερό σα δρεπάνι
αχόρταγο
ερωτηματικό;

ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΦΕΥΓΩ

Φεύγω
χρόνια σου φεύγω.
Ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.
Κι αύριο που θα σου ανοίγω την πόρτα
για να σε υποδεχθώ
θα λείπω.
Μη θαρρείς πως θα με κρατήσουν
οι πίκρες που μου χάρισες
και που με πέτρωσαν
Νιόβη αιολοδάκρυτη
στην κλίνη σου.
Είναι κάτι θύρες μυστικές.
Δεν τις έφραξες όλες.
Όλη σου τη ζωή να σφραγίζεις
μη ξεθαρεύεσαι
θα φύγω.

Είναι ένας θάνατος
που δεν τον έχω ακόμη γευτεί.
,
Αλήθεια ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.

ΔΕΝ
Δεν έχω πυθμένα.
Δεν έχω τοιχώματα.
Δεν έχω.
Δεν είμαι.

ΡΟΥΣΣΟΥ ΜΑΡΙΑ_ΜΑΓΙΑ ποιηση

 

 

 

ΡΟΥΣΣΟΥ ΜΑΡΙΑ_ΜΑΓΙΑ

ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙΣ...

Κινδυνεύεις, δε βλέπεις;
Όταν μ΄αγκαλιάζεις
δεν καταλαβαίνεις
πως πρέπει μ΄άλλα μάτια να με προσέξεις;
Δεν καταλαβαίνεις
πως ανάμεσά μας οι σχέσεις
είναι αντίστροφες;
Πως εγώ είμαι η αιχμηρή
που σε διαπερνώ
που κατοικώ το μυστικό σου χώρο
που ψηλαφώ κι ανιχνεύω
που γνωρίζω αλάθητα.
Δεν ένοιωσες
πως κλείνοντας τα μάτια σου
μ΄έκλεινες μέσα;
Πως δραπετεύοντας
έπαιρνες με τις τύψεις σου
και μένα;
Δεν καταλαβαίνεις πως όταν σφραγίζεσαι
μέσα σου και μένα σφραγίζεις
έτσι που ανενόχλητη
στο σκοτάδι σου σ΄ερευνώ;
Μα δε βλέπεις πως είμαι ένα άγριο
κοφτερό σα δρεπάνι
αχόρταγο
ερωτηματικό;

ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΦΕΥΓΩ

Φεύγω
χρόνια σου φεύγω.
Ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.
Κι αύριο που θα σου ανοίγω την πόρτα
για να σε υποδεχθώ
θα λείπω.
Μη θαρρείς πως θα με κρατήσουν
οι πίκρες που μου χάρισες
και που με πέτρωσαν
Νιόβη αιολοδάκρυτη
στην κλίνη σου.
Είναι κάτι θύρες μυστικές.
Δεν τις έφραξες όλες.
Όλη σου τη ζωή να σφραγίζεις
μη ξεθαρεύεσαι
θα φύγω.

Είναι ένας θάνατος
που δεν τον έχω ακόμη γευτεί.
,
Αλήθεια ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.

ΔΕΝ
Δεν έχω πυθμένα.
Δεν έχω τοιχώματα.
Δεν έχω.
Δεν είμαι.

ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΝΑ ποιηση κουταβα μυρτιδιωτισσα

 

 

 

ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΝΑ


ΑΥΤΑΠΑΤΗ

Ξέρω
τις ώρες που λείπεις
και σου τηλεφωνώ
πως, τάχα,
αν ήσουν κει,
θα μου απαντούσες.
Back to Top

ΚΟΥΤΑΒΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ


ΤΩΡΑ... ΤΟΤΕ

Τώρα που μπορώ λείπεις
Τότε που φοβόμουν υπήρχες.
Όταν κουραστώ και αποκάμω
θάσαι σκιά.
Όταν δακρύσεις
θάχω γίνει ανάμνηση.
Back to Top

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ(1885-1968)

Σ΄ΑΓΑΠΩ

Σ΄αγαπώ - δεν μπορώ
τίποτ΄άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου - νά!
στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κ΄η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ -
σβήσ΄τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ΄αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου!..

Σ΄αγαπώ - τι μπορώ
ακριβέ, να σου πώ,
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;..


ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ;..

Έρωτας τάχα ναν΄αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου;
Που σα βραδιάζει τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου;

Έρωτας νάν΄η σιωπή
που όταν σε βλέπω μου το κλει
σφιχτά το στόμα;
Που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κ΄εκστατική
ώρες ακόμα;..

Έρωτας νάναι ή σοφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κ΄έρχετ΄ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;..

Μα ό,τι και νάναι,το ποθώ,
και καλώς νάρθει το κακό
που είν΄από σένα!
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ΄αγαπημένα!..

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΜΑΙΡΗ ποιηση

 

 

 

 

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΜΑΙΡΗ

ΝΟΜΙΖΩ

Δεν ξέρω, μα νομίζω,
όσο ζω και σε γνωρίζω,
δεν είμαι σίγουρη, νομίζω,
δε μου κάνεις.
Περνάει στο σώμα μου ένα ρίγος.
Ήτανε χάρτινος ο πύργος.
Κι εσύ, είσαι λίγος... τόσο λίγος,
δε μου φτάνεις.

Ξέρω, μου τάζεις κι άλλα,
με παρασύρεις σε μεγάλα
όνειρα. Μα... στάλα, στάλα...
κι είναι λίγο.
Κι είμαι πλημμύρα σαν "Τοξότης"
κι είσαι διπλή προσωπικότης,
κι είναι μηδέν η ορατότης,
και ...θα φύγω.


ΣΥΓΧΥΣΗ

Περίμενα τον έρωτα, κι ήρθες εσύ.
Και νόμιζα πως ήτανε εκείνος.
Τον κέρασα το πιο γλυκό κρασί,
και μες στη σύγχυση, Σκορπιός,Ζυγός,Καρκίνος,
ούτε που ρώτησα ποιός είσαι αστερισμός.
Μου έφτανε που ήρθες, τι Παρθένος,
τι Υδροχόος, τι Τοξότης, τι Κριός,
ήσουν εσύ, η μοίρα μου, σεισμός.
Δεν ήσουν ξένος.
Ζήσαμε έντονα,δοθήκαμε τρελλά,
με μια πρωτόγνωρη ερωτική μανία.
Φτιάχναμε όνειρα μεγάλα και πολλά
όμως, χωρίσαμε. Τι ειρωνεία...
Τι μεσολάβησε, ποιός έφταιξε, κανείς.
Το πιθανότερο κι οι δυο.Μες τη ζάλη,
μπερδέψαμε τον έρωτα μ΄αυτό,
που ήταν μόνο, μια σύγχυση, μεγάλη.

Και το Ιδιώνυμο, το αγαπημενο μου απο Γωγου..

Και το Ιδιώνυμο, το αγαπημενο μου απο Γωγου..
 



…τραλαλάμ… τραλαλάμ τι ώρα να ʼναι
όλη τη νύχτα χτύπαγα το κουδούνι σου
μα δεν ήσουνα πάνω.
Μη σε νοιάζει… όταν ο κόσμος περνούσε
έκανα πως ψάχνω την τσάντα μου. Ξέρω ʼγώ…
έτσι έκανα πάντα
Δεν ήτανε τίποτα σοβαρό δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι
ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε.
Από την άλλη μεριά δεν περνάν αυτοκίνητα
αλήθεια σου λέω
μονάχα καρότσια την πρωτομαγιά κι ακόμα
είναι Νοέμβρης
πάρε αν θες και τʼ άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους
πίσω απʼ το ταχυδρομείο – σκύψε να σου πω –
είναι μια ξύλινη γέφυρα που ενώνει τʼ αστέρια
άμα με πάρεις καβάλα στους ώμους σου
θα κατεβάσω μερικά.
Αν έχεις δουλειά αυτό τον καιρό δεν πειράζει.
Πάμε μια άλλη φορά.
Μόνο μη βγεις, να κοιμηθείς νωρίς
να ξεκινήσουμε πρωί
πριν βγει ο ήλιος
Πριν, πιο πριν, τότε που βγαίνουνε οι αθλητικές
εφημερίδες
Αν θες είναι καλύτερα – καλύτερο –
να κοιμηθούμε αγκαλιά
δε θα βήχω τη νύχτα
δε θα τραβάω τα σεντόνια
θα λουστώ
θα ʼμια φρόνιμη
ακούνητη
θα ʼμαι σαν πεθαμένη
μη με ξεχάσεις όμως το πρωί
γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι
που το ʼκαναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα
ή κι έτσι γιʼ αστείο
και δεν ξαναξυπνήσανε
κι ούτε που παίξανε
ποτέ.

κινουμενη αμμος





κινουμενη αμμος
Με κατασκοπεύω τις ήσυχες ώρες μου !
Όταν το πνεύμα μου κινιέται γύρω μου .
Ο χρόνος περιστρέφετε γύρω μου ,
μαζί του!
Και μαζί μου συγχρόνως !....
Κατασκοπεύω το κενό μου ….
Μέρες νεκρές μ ʼαγκαλιάσανε !
Ήχοι φάλτσοι το σκάνε από τους τοίχους
και ακροβατούν πάνω στα συρμάτινα νεύρα μου !
οι δικοί μου ήχοι δεν αντιδρούν ακόμη!...
Εγώ δεν αντιδρώ ακόμη !
Κοιτάζω τα κομμάτια ύπαρξης σου ,
σ ʼένα σπασμένο τζάμι !
Η αφιέρωση πάνω του, δεν υπάρχει πια !...
Ούτε μείς υπάρχουμε !
Με νιώθω ώρες ώρες νʼ αγγίζω τʼ αντικείμενα ,
με την τρυφερότητα της αποχής !...
Λες και απέχω αιώνες από το τώρα και το χθες .
Ο κύριος Χρήστος περιμένει ,
να πατήσω το play !
Να διαγράψει η φωνή του
τις κραυγές που ακούγονται
και εγώ αναρωτιέμαι πως ζεις !
Και αν ζεις ,
τον πόνο της ύπαρξης σου,
τον διέγραψες άραγε ;
Και αν ναι….
Πως γίνετε κάτι τέτοιο ;
Τα βράδια πνεύματα δραπετεύουν απ ʼτις
μουσικές και με καλούνε σε δείπνο!
Μου προσφέρουν το χάος !
Θυμάσαι τα βιολιά στην ταράτσα ;
Ενώνονται οι νότες με τις σκέψεις μου .
Αν ήξερες τον θάνατο μέσα μου,
ίσως και να σουνα εδώ !
Αν ήξερες πόσο μισώ την «τόλμη» σου,
ίσως και να είχες πεθάνει !
Φοβάμαι να επιστρέψω στην ύλη μου ,
και φταίω μόνον εγώ γιʼ αυτό !
Κινούμενη άμμος η απουσία σου ,
με διεκδικεί με πάθος !