Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Άσμα Ασμάτων ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ


Άσμα Ασμάτων

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ


Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη
ΠΑΡΑΛΟΓΗ, 1993


ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΠΙΑ στις μέρες μας ερωτικά ποιήματα εκτενή, σημειώνει στον σύντομο επίλογο του Άσματος Ασμάτων (Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2005) ο Μιχάλης Γκανάς. Και πράγματι. Ήδη το μακροσκελές ενός τέτοιου ποιήματος, η ποιητική σύνθεση "ενός κάποιου μάκρους", όπως θα την έλεγε ο Πάουντ, έχει από τη φύση του χαρακτήρα επισημότερο, απαιτητικότερο, προγραμματικό. Ομολογημένα ή υπόρρητα, απαιτεί από τη μεριά του δημιουργού του μιαν εικόνα των πραγμάτων κατά το μάλλον ή ήττον συμπαγή, μια προσωπική φωνή ρωμαλέα και δραστική, που και όταν ακόμη αντιπολιτεύεται τον υπάρχοντα κόσμο, ιδίως τότε, δεν παραιτείται από τη φιλοδοξία να γεφυρώσει τα διεστώτα, να υπερβεί τον κατακερματισμό. Μια τέτοια ποίηση, ανεξαρτήτως θέματος, τείνει προς το καθολικό. Ψυχική προϋπόθεσή της είναι η αυτοπεποίθηση του ομιλούντος, η πίστη του πρώτα απ' όλα στον εαυτό του και στη σημασία του έργου του. Να γιατί τα εκτενή ποιήματα αυτού του είδους είναι κατά κανόνα δυνατά μόνο στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες η ηθική και η κοινωνική σπουδαιότητα της ποίησης θεωρείται αυτονόητη. Ένα εκτενές ποίημα με την υπογραφή του Καρυωτάκη, φέρ' ειπείν, θα ερχόταν σε αντίφαση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του, που αποστρεφόταν τα συνθετικά εγχειρήματα, και ως τέτοιο δεν θα έμενε παρά σχήμα οξύμωρο.








Από την άλλη πλευρά, και της ερωτικής ποίησης η εσώτερη συνάφεια με την πίστη είναι αυτόδηλη. Μιλάω βεβαίως για την ερωτική ποίηση στην ευρύτερη δυνατή της σημασία, για εκείνην την ποίηση δηλαδή που δεν ταυτίζει τον έρωτα αποκλειστικά με την γενετήσια ομιλία ή δεν τον αφυδατώνει σε ψυχογραφικό ρεπορτάζ για τις σχέσεις των φύλων. Αυτή η εν ευρεία εννοία ερωτική ποίηση, από την εποχή του Δάντη ώς τους τροβαδούρους της μεσημβρινής Γαλλίας και από τον μαγικό ιδεαλισμό του Νοβάλις ώς τον διονυσιακό πανσεξουαλισμό των υπερρεαλιστών, έχει απ' τη φύση της κάτι το θρησκευτικό. Στους κόλπους της, ερωτική εξομολόγηση και ομολογία πίστεως συνωνυμούν, ο ατομικός πόθος και το δημόσιο όραμα συμπίπτουν. Όπως ακριβώς η ποίηση των μεγάλων οραμάτων, θρησκευτική, πολιτική ή άλλη, έτσι και η ποίηση η ερωτική αφορμάται από μια δοτικότητα ενδιάθετη στο ποιητικό Εγώ. Από ένα Εγώ δηλαδή που ζητά να άρει τους φραγμούς μεταξύ υποκειμένου και αντικείμενου, και υπερβαίνοντας την ίδια του την εαυτότητα να ταυτιστεί με τον Άλλο. Σ' αυτόν τον Άλλο, ο ερωτικός ποιητής αντικρίζει πάντοτε κάτι πολύ περισσότερο από το αγαπημένο πρόσωπο ή σώμα· συχνά, τον ίδιο τον Κόσμο.

Αν λογαριάσουμε στην αλληλοσυσχέτισή τους τα δύο αυτά φαινόμενα των τελευταίων τριών ή τεσσάρων δεκαετιών, την παρακμή του οραματικού δημόσιου λόγου αφ' ενός, και την υποχώρηση της αυτοπεποίθησης των ποιητών στο εσωτερικό της λογοτεχνικής συντεχνίας αφ' ετέρου, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η περίοδος αυτή δεν υπήρξε γόνιμη για την καλλιέργεια μιας πράγματι μεγαλόπνοης, πόσω μάλλον συνθετικής και αρχιτεκτονικά φιλόδοξης, ερωτικής ποίησης. Ο Γκανάς μνημονεύει ως τελευταίο τέτοιο "εκτενές ερωτικό ποίημα" το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη. Και μιλώντας για την δική του μακροχρόνια ενασχόληση με το Άσμα Ασμάτων λέει τα εξής:

αποφάσισα ότι δεν με ενδιέφερε να προσθέσω άλλη μια μετάφραση ή μεταγραφή του Άσματος. Μ' ενδιέφερε όμως, όλο και περισσότερο, μια προσωπική ανάγνωση του Άσματος με προσωπικές ελευθερίες, ώστε να προτείνω στον σημερινό αναγνώστη ένα εκτενές ερωτικό ποίημα –που ίσως ήθελα να γράψω– από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να πάρει τοις μετρητοίς τις διευκρινίσεις αυτές. Το κατά Γκανά Άσμα είναι βεβαίως μετάφραση, "ελεύθερη απόδοση" το αποκαλεί ο ίδιος. Εξίσου όμως είναι και εκείνο το εκτενές ερωτικό ποίημα που ο Γκανάς θέλησε ίσως να γράψει. Και το οποίο τελικά ενδέχεται να διαπιστώσουμε ότι πράγματι έγραψε.








Σε άρθρο μου γραμμένο μερικά χρόνια πριν, αναρωτιόμουν αν είναι δυνατή η πειστική μετάφραση στα σύγχρονα ελληνικά εκείνων των κειμένων της παλαιότερης γραμματείας μας που για λόγους ιστορικούς, εκκλησιαστικούς ή άλλους, εξακολουθούν να μας είναι οικεία στην πρωτότυπή τους εκδοχή. Όπως σημείωνα τότε, «παρ' όλες τις απόπειρες κάθε άλλο παρά ασήμαντων ποιητών, καμμιά νεοελληνική εκδοχή της Αποκάλυψης ή των Βυζαντινών μελωδών δεν ηχεί πειστικά στ' αφτιά μας. Η ζωντανή παρουσία του πρωτοτύπου υπονομεύει ήδη εκ προοιμίου τις προσπάθειές μας να κάνουμε τα παλαιά κείμενα να μιλήσουν τη σημερινή μας γλώσσα».

Σήμερα, θα ήμουν πολύ λιγότερο κατηγορηματικός. Χωρίς τον ομφάλιο λώρο που το ενώνει με το πρωτότυπο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι κανένα μετάφρασμα δεν θα μπορούσε να συντελεστεί. Ωστόσο, ο ομφάλιος λώρος είναι τέτοιος επειδή προορίζεται να κοπεί:

  Η πρώτη μαχαιριά είναι του ομφάλιου λώρου.
  Κι όποιος τη στερηθεί πεθαίνει προτού ζήσει.


γράφει κάπου ο Χάινερ Μύλλερ. Με την έννοια αυτή, η "ελεύθερη απόδοση" του Γκανά έχει το δικαίωμα να κριθεί πράγματι ελεύθερα, πάει να πει αυτοτελώς. Όχι, εννοείται, ως αυστηρή μεταγλώττιση επιστημονικού χαρακτήρα, όπως είναι λ.χ. οι μεταφράσεις της Βιβλικής Εταιρείας, ούτε καν ως μια ακόμη απόπειρα συγκερασμού λογοτεχνικότητας και ακριβολογίας, από τις αρκετές που διαθέτουμε, με πρώτη ανάμεσά τους εκείνη του Σεφέρη. Αλλά ως έργο ενός ποιητή που ο φυσικός και εκφραστικός του κόσμος συγγενεύει ουσιωδώς με τον φυσικό και εκφραστικό κόσμο που γέννησε το Άσμα. Και που γι' αυτό, μεταφράζοντάς το, έχει πράγματι κάτι δικό του να πει.







Τρία είναι τα γνωρίσματα που δείχνουν παραστατικά αυτή την ουσιώδη, όπως την αποκάλεσα, συγγένεια. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Γκανάς είναι από τους, λίγους τώρα πια, ποιητές μας που γνώρισαν σε βάθος τον αγροτικό πολιτισμό της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και τον λαϊκό πολιτισμό των μεγάλων αστικών κέντρων, που προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τον πρώτο. Τα οφέλη που ο Γκανάς ως μεταφραστής του Άσματος αντλεί από τις καταβολές του αυτές είναι σημαντικά. Ένας ποιητής περισσότερο λόγιος θα μπορούσε εύκολα να παρασυρθεί στα ταραγμένα νερά των αλληγορικών ερμηνειών που αιώνες θεολογίας επισώρευσαν στο ποίημα. Πολλές από αυτές τις ερμηνευτικές συλλήψεις, είναι αλήθεια, υπήρξαν μεγαλοφυείς, στο τέλος ωστόσο συνέτειναν πάντα στην επισκίασή του ερωτικού χαρακτήρα του Άσματος. Ο Σεφέρης δεν τις αποκάλεσε άδικα "προσχώσεις". Από την άλλη πλευρά, ένας μεταφραστής περισσότερο "αστός", περισσότερο εξαστισμένος δηλαδή, ίσως να παραγνώριζε την βιωματική αδρότητα των συμβόλων της αγροτοποιμενικής κοινότητας από την οποία ξεβλάστησε το ποίημα, και να τα υποβάθμιζε σε παρεμπίπτον σκηνικό ή νοσταλγικό διάκοσμο.

Η δεύτερη ευτυχής σύμπτωση αφορά στην παλαιά σχέση του Γκανά με το τραγούδι. Αν όλη η ποίηση δεν είναι παρά "λόγος που πάει να γίνει τραγούδι", κατά τον παλαμικό ορισμό, ο λόγος της ερωτικής ποίησης είναι από μιας αρχής τραγούδι. "Τραγουδάμε", γράφει ο Ώντεν, "όταν τα συναισθήματά μας φτάνουν σε μια τέτοια ένταση που ο κοινός λόγος δεν μπορεί να τα εκφράσει. Όταν οι ποιητές μιλούν για την αγάπη, τραγουδούν, άσχετα από το πόση μουσικότητα ή μη ήθελαν να προσδώσουν αρχικά στον λόγο τους ".

Παρέλκει εδώ εντελώς να μνημονεύσω την θητεία του στιχουργού Γκανά στο έντεχνο τραγούδι – είναι σε όλους γνωστή. Εξίσου λίγο πρωτότυπη θα ήταν μια αναφορά στους δεσμούς που ενώνουν το έργο του με τη μήτρα του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, η ευεργετική τους επήρεια στη μετάφραση ενός έργου που φέρει τον τίτλο του Άσματος, και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Εδώ, θα αρκεστώ να παραθέσω ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της πρώτης κιόλας συλλογής του Γκανά, που τιτλοφορείται ακριβώς "Τραγούδι":

  Να σ' έχω δίπλα μου, να σ' ανασαίνω
  σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
  να 'σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
  έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
  από τα μπάζα της φωνής σου
  στο λυγμό.

  Τραγούδι μου
  κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
  ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
  ανάβεις το ξερό χορτάρι,
  πέτρινο το γεφύρι πέτρινο,
  δεν καίγεται μαυρίζει.

(Ακάθιστος δείπνος, 1978)

Και ακόμη, ένα εξίσου χαρακτηριστικό δίστιχο, γραμμένο και μελοποιημένο περίπου είκοσι χρόνια αργότερα:

  Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα
  τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.

(Στίχοι, 2002)

Τέλος, ο τρίτος λόγος που καθιστά ευτυχή την συνεύρεση του Γκανά με το σολομώντειο Άσμα, έχει να κάνει με το ερωτικό περιεχόμενο της ποίησης του ίδιου του μεταφραστή. Η λέξη του Γκανά για τον έρωτα είναι "αγάπη": αυτήν τη λέξη θα συναντήσουμε λ.χ. στο ποίημα το επιγραφόμενο "Της Αγάπης" (Ακάθιστος δείπνος, 1978), στο αριστουργηματικό "Προσωπικό" (Γυάλινα Γιάννενα, 1989· "ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης" ο ακροτελεύτιος στίχος), στα ερωτικά αποσπάσματα της Παραλογής (1993), αλλά και σε ένα πλήθος τραγουδιών που φέρουν την υπογραφή του.

  Σ' αγαπώ με το σώμα δίχως νου,
  με το μπλε και το μαύρο τ' ουρανού,
  σ' αγαπώ με τον τρόμο του κενού

(Στίχοι, 2002)

λέει ο Γκανάς σε ένα από αυτά, με έναν τρόπο που φέρνει στον νου ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα του Κωστή Παλαμά:

  Σ' αγαπώ με τη γλώσσα
  του πουλιού τ' αηδονιού (…)

  Σ' αγαπώ μ' όλα τ' άστρα
  του βαθιού μου ουρανού.









Με όλες αυτές τις συγγένειες, μοιάζει φυσικό ότι η περιχώρηση, η ώσμωση της ελεύθερης απόδοσης του Άσματος με το υπόλοιπο ποιητικό έργο του Γκανά είναι συχνά τέτοια, ώστε στίχοι που παρουσιάζονται ως μεταφρασμένοι να είναι στην πραγματικότητα πρωτότυποι:

  Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις (…)

  Είσαι ταμένος στην αγάπη (…)

  Ποτίστε με γλυκό κρασί
  κι αφήστε την αγάπη σαν σημαία
  επάνω μου να κυματίζει

(Άσμα ασμάτων, 2005)

Αντίστροφα, στα τελευταία βιβλία του Γκανά, στίχοι του Άσματος, αυτούσιοι ή μεταφρασμένοι, συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τους δικούς του:

  Αγαπημένη εσύ εν γυναιξί
  γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά (…)

  Δώσ' μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
  Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
  προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
  Κοιμήσου· η καρδιά μου ξαγρυπνά


(Ο Ύπνος του καπνιστή, 2003)

Και αλλού:

  Η καρδιά μου απόψε ξαγρυπνά
  και το σώμα μου θυμάται.

(Στίχοι, 2002)

Δάνειοι είτε επείσακτοι, οι στίχοι αυτοί επιβεβαιώνουν το πόσο ομαλή, πόσο αβίαστη υπήρξε η σύγκραση του ήθους του βιβλικού τραγουδιού με το ήθος της γλώσσας του μεταφραστή του. Και, με τον τρόπο τους, μας επιτρέπουν να μιλάμε πράγματι για το Άσμα ασμάτων, το ποίημα του Μιχάλη Γκανά.


Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, τχ. 9, Χειμώνας 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου