Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Η Πορεία


Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή∙
ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός
 
Νίκος Καζαντζάκης

 1.

Σωθικά, σκοτάδι και πολλαπλασιασμός κυττάρων. Πρώτα τα νεύρα, μετά το δέρμα κι η καρδιά. Αδιαθεσία. Μήνες κυοφορίας ενός όντος χωρίς φύλο και ταυτότητα. Η ανυπομονησία της έλευσης. Το άγνωστο.

2.

Αρχές Οκτώβρη λίγο πριν τις βροχές. Μια νεαρή γυναίκα κατευθύνεται στο πλησιέστερο νοσοκομείο με πόνους τοκετού. Η ηδονή της οδύνης.

3.

Γεννιέμαι και γεννιέται μαζί μου κι ο κόσμος.

4.

Ονειρεύτηκα κάποτε τον ερχομό του παιδιού μου, το κλάμα του. Από τότε, κοιμάμαι με δυσκολία τις νύχτες.

5.

Ονειρεύτηκα κάποτε τη δική μου γέννηση. Άτριχο ον, τυφλό, απροστάτευτο. Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι η πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα ακόμη αποκύημα φαντασίας.

6.

Εναποθέτοντας ελπίδες στην ελπίδα της νέας γέννας. Το όραμα ενός απροσδιόριστου κόσμου που περιμένει υπομονετικά την ενσάρκωσή του.

7.

Δεν θα μάθουμε ποτέ το γιατί της έλευσης. Δεν θα καταλάβουμε ποτέ το γιατί της αποχώρησης.
[Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS

Είμαι κάτι


 
Ζαλισμένος από την αϋπνία ή άυπνος από τη ζάλη. Παραφορά που οδηγεί στον ίδιο πάντα προορισμό. Ξεφυλλίζω έναν-έναν τους παραλογισμούς μου, εξαγοράζοντας λίγα ακόμη λεπτά πολύτιμης συγκέντρωσης. Είναι πολύ συνηθισμένος ο κόσμος για να μην τον χλευάσω. Και οι άνθρωποι τρώνε, κοιμούνται κι αυτό είναι όλο. Ούτε να υποψιαστεί κανείς άλλους τρόπους, πιο ηδονικούς.
 
Όσα λέω δεν επιθυμώ να τα στηρίξω  π ο υ θ ε ν ά. Υπάρχουν μέσα μου με μια ολόδική τους αυθυπαρξία. Το σκοτεινότερο δωμάτιο που ‘χω ποτέ επισκεφτεί το φέρουν άνθρωποι που ξεχάστηκαν στο συνηθισμένο και τρομάζουν ν’ αντικρίσουν μια απέραντη γαλάζια ή πράσινη έκταση με καλοστημένη ύλη, απλότητα και χάος.
 
Καλωσορίζεις αλλιώς τα πάθη σου κάθε που ανοίγες τα μάτια μπροστά σε πρόσωπα άλλων κι όλα κυλούν όπως κυλούσαν. Αυτό είναι όλο. Μικρές είσοδοι μέχρι το γόνατο, κλειδιά που δεν αντιστοιχούν σε καμία κλειδαριά, νεκρικές μάσκες σε όλα τα μεγέθη. Και τα χέρια εκείνων που δεν αγάπησα ποτέ μου. Και οι λέξεις που επικαλέστηκα για να ξορκίσω το κακό που δεν ήρθε ή που ήταν πάντα εδώ και δεν του ‘δινα την πρέπουσα σημασία.
Είμαι όλοι μου οι φόβοι κι όσα δεν μπόρεσα να αποκτήσω. Είμαι κάτι από τις μουσικές που άκουσα, τους τόπους που άφησα και τους χαρακτηρισμούς που αντάλλαξα μέσα στην ίδια καταδίωξη του λάθους με άλλους. Είμαι πάντα ένας άλλος και οι άλλοι πάντα εγώ. Μια αλλαγή ρόλων και ευθυνών. Ένα μπολιασμένο με την σάρκα μου σενάριο.

Ιατρείον ασμάτων


Οι ονειροπόλοι είναι λένε μουσειακό είδος ανθρώπων. Ακινητοποιημένοι σε άλλο χρόνο, σαν να πέρασε από πάνω τους η λάβα της Πομπηίας, παρείσακτοι της σύγχρονης κοινωνίας που θυσιάζει κάθε λογής Ιφιγένειες στο βωμό του κέρδους, κλοσάρ της τεχνολογίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όταν σπάσουν κάποτε τα τζάμια από τις βιτρίνες στις οποίες τους έχουν κλείσει, θα ξεχυθούν αλαφιασμένοι στους δρόμους και μαζί με τα αγάλματα θα απαιτήσουν ένα καινούριο νόημα για την ζωή.
***
Οι άνθρωποι συναντιούνται κατά κάποιον τρόπο χιαστί. Ούτε πρόσωπο με πρόσωπο ούτε δίπλα δίπλα. Μια στάση σαν ο ένας να έρχεται κι ο άλλος να φεύγει. Η στιγμή της συνάντησης είναι η πιο αθώα, η πιο ειλικρινής, ακριβώς γιατί είναι μόνο μια στιγμή. Λίγο πριν δε γνωριζόντουσαν, λίγο μετά μπαίνουν στη μάχη. Ποια μάχη; Να συν-υπάρξουν. Ήττα και νίκη έχουν το ίδιο πρόσωπο πλέον, δύναμη κι αδυναμία πάνε παρέα. Στο τέλος δε νικάει αυτός που φεύγει, αλλά εκείνος που έσωσε μέσα του το μεγαλείο εκείνης της πρώτης στιγμής. 
***
Ξημερώνει. Κυριακή ή Παρασκευή ή Τετάρτη, δεν έχει σημασία. Το ότι ξημερώνει μετράει. Μη μου λυπάσαι λοιπόν. Έχω λυπηθεί εγώ και για τους δυο. Δεν ξέρω αν είναι όμορφη η ζωή, δεν ξέρω καν τι είναι ζωή, μια αναλφάβητη της ύπαρξης είμαι, τι νόμισες; Επειδή το παίζω σοβαρή και φιλική, θεωρείς ότι έχω σκοτώσει μέσα μου το κτήνος της άγνοιας;
 
[Στέλλα Βλαχογιάννη, Ιατρείον ασμάτων,
Μικρή Άρκτος 2005]
 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Αγαπημένο μου...

τέρα, 10 Νοεμβρίου 2008



Σου γράφω αυτό το γράμμα και τα σκισμένα του κομμάτια θα τα σκορπίσω στο ποτάμι που πηγαίνω και απλώνω τις σκέψεις μου. Κι όπως εκείνες ανακατεύονται με το ρεύμα και βυθίζονται, διπλώνονται, κυματίζουν, σκορπίζονται, χάνονται κι εμφανίζονται ξανά, έτσι κι αυτές μου οι λέξεις θα κάνουν την πορεία τους μέσα στο υγρό στοιχείο, αλλάζοντας θερμοκρασία, ρυθμό ροής και χρώματα.
.Αν και γνωρίζω πως το παζλ απ’ αυτά τα κομμάτια δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να το σχηματίσει-γιατί άλλα απ’ αυτά θα έχουν διαλυθεί, άλλα θα έχουν ξεπλυθεί, κι άλλα θα έχουν χαθεί-ωστόσο οι λέξεις που θα τα έχουν αποτελέσει, είμαι σίγουρη πως κατά κάποιον τρόπο θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Κι όχι μονάχα ως λέξεις!

Βέβαια, νιώθω πως γνωρίζεις το περιεχόμενο απ’ αυτό μου το γράμμα πριν καν το γράψω. Γιατί είσαι μέσα μου, κομμάτι της ψυχής και της σκέψης μου, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας μου. Κι ίσως ίσως, να μου έχεις υπαγορεύσει κι εσύ ένα μέρος του και να με έχεις προτρέψει να το γράψω. Πώς άλλωστε θα είχα την τόσο έντονη επιθυμία να μεταφέρω στο χαρτί αυτά τα συναισθήματα που νιώθω για σένα και να θέλω κιόλας να γίνουν ένα με τη φύση που μέσα της κινούμαι; Σαν να έχω την παρόρμηση να σκορπίσω τα κομμάτια μας όσο μακρύτερα γίνεται. Κι όχι για να φύγουν από μέσα μου, όχι! Εκεί, θα υπάρχουν πάντα. Μα για να τα κάνω χειροπιαστά, να τα χαϊδέψω, να τα φιλήσω, να τα μυρίσω. Και ξέρεις πολύ καλά, πως μ’ αρέσει να λειτουργώ με όλες μου τις αισθήσεις.
.Αγαπημένο μου,

Είσαι το κομμάτι μου εκείνο που δεν θα το φέρω σ’ αυτόν τον κόσμο. Θα σε κρατήσω στον κόσμο της σκιάς, των ονείρων και της μοίρας. Μόνο που αυτή τη φορά, ρόλο για τη μοίρα σου θα παίξω εγώ. Μη με κατηγορήσεις γι’ αυτό. Δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος, καλό ή κακό. Ποιος ορίζει άλλωστε τα νοήματα και ποιος μπορεί να κρίνει τη διαφορά τους ανάλογα με τις στιγμές;
.Είσαι η εικόνα που θα κρατήσω μέσα μου και που θα της δώσω τα χρώματα, το σχήμα και το μέγεθος που ονειρεύομαι. Είσαι η φωνή που ηχεί στο νου μου και που με κάνει να γελάω κάθε φορά πιο δυνατά ή να κλαίω κάθε στιγμή πιο γοερά. Είσαι ο ήλιος και το φεγγάρι μου. Το φως και το σκοτάδι μου. Είσαι...είσαι η βροχή που πέφτει στάλα στάλα μέσα μου. Η δύναμη και η αδυναμία μου. Η φωνή και η σιωπή μου. Είσαι η ευτυχία και η μελαγχολία μου.

Αγαπημένο μου,
.Δεν θα σου γράψω τους λόγους που έχω πάρει αυτή την απόφαση. Ας πούμε πως ορισμένοι κύκλοι έχουν κλείσει κι έχω γίνει...διαφορετική. Ας πούμε πως έχω πάει πλέον σε άλλα μονοπάτια. Ή...ας πούμε πως δεν θέλω να διαπιστώσω πως ακόμη...δεν έχω αλλάξει... Κι ίσως να τα θεωρείς δικαιολογία όλα αυτά. ΄Ισως και να είναι. Δέξου όμως, πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα υπάρχεις στο μυαλό μου και θα μου δίνεις περισσότερη έμπνευση για να κάνω τα αποτυπώματά μου πιο...κόκκινα.

Μη με πεις εγωίστρια. Σκέψου το, μα μη μου το φωνάξεις. Δέξου πως ζεις και θα ζεις μέσα μου και συνέχισε να μου υπαγορεύεις λόγους για να ανασαίνω.
.Κι εγώ...εγώ...θα σε φροντίζω, θα σε μεγαλώνω, θα σου σκουπίζω τα δάκρυα, θα σου ψιθυρίζω γλυκόλογα, θα σ’ έχω αγκαλιά, θα σ’ αγαπώ...

...κι ας μείνεις για πάντα το...
....αγέννητο παραμύθι μου...
.

Στη χώρα της σκιάς



Μια φορά ήταν μια χώρα, στην οποία έπεφταν αρρώστιες η μια μετά την άλλη. Ο χάρος είχε πολύ δουλειά να κάνει. Τόση πολύ, που δεν προλάβαινε ποιον να πρωτοπάρει. Οι αρρώστιες, χτύπαγαν τους νέους σε ηλικία. Κι όχι αυτούς που ήταν η σειρά τους να πεθάνουν. Κι έτσι, εκείνη η χώρα δεν είχε πια ζωή...


Στη χώρα αυτή, ζούσε ένα παλικάρι. Ήταν το μόνο που δεν το είχαν πειράξει οι αρρώστιες. Ποιος ξέρει γιατί. Μα, είχε μείνει μόνο του γιατί είχε χάσει όλη του την οικογένεια. ΄Ετσι, μιας και ένιωθε τόσο δυστυχισμένο, αποφάσισε από μόνο του να πεθάνει. Και ξάπλωσε μια μέρα σ’ ένα ντιβάνι και είπε: «Τώρα θα πεθάνω!». Και πέθανε...


Το παλικάρι, μετά το θάνατό του, πήγε στη χώρα της σκιάς. Περιπλανήθηκε για πολύ κι έψαχνε τους δικούς του. ΄Ομως, δεν έβρισκε κανέναν. Εκεί που περπάταγε, τον βρήκε ο χάρος που αμέσως είδε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν. «Δεν ανήκεις εδώ», του είπε, «δεν ήρθε ακόμη η ώρα σου να πεθάνεις. Κι εδώ κάτω, στη χώρα της σκιάς, έρχονται μόνο όσοι φέρνω εγώ. Γι’ αυτό, σήκω και φύγε»...


Μα το παλικάρι, δεν ήθελε να φύγει. Είπε του χάρου πως δεν θέλει να γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε κανέναν. Και δεν την άντεχε άλλο τη ζωή. Ο χάρος όμως επέμενε και του είπε πως είναι αδύνατον να τον αφήσει να μείνει εκεί. Κι άλλο μην επιμένει. Θα γύρναγε πίσω ούτως ή άλλως. Μα επειδή τον λυπήθηκε κιόλας, του είπε να διαλέξει από τη χώρα της σκιάς κάτι και να το πάρει μαζί του ώστε να μην αισθάνεται μόνο του...


Και το παλικάρι, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, έκανε ότι του είπε ο χάρος. ΄Εψαξε, έψαξε και βρήκε τι να πάρει. Σε ένα σκοτεινό μέρος μιας μεγάλης σπηλιάς, είδε μια στοίβα με ιστορίες, παραμύθια και μύθους πολλούς. Πάντα του άρεσαν του παλικαριού τα σκευάσματα της φαντασίας. Και πάντα εύρισκε σ’ αυτά κάτι από τον εαυτό του. Του άρεσε να χάνεται σε κόσμους μαγικούς. Κι έτσι,τα φορτώθηκε στην πλάτη κι έκανε να φύγει...


΄Ομως, απ’ τη χώρα της σκιάς αλώβητος δεν γυρνάει κανείς. Ο χάρος, έπρεπε να πάρει και κάτι απ’ αυτόν μέχρι την φορά που οριστικά θα τον έφερνε εκεί κάτω...


Και το παλικάρι γύρισε πίσω στη χώρα του. Γύρισε αφήνοντας στον χάρο τα δυο του μάτια. Στη θέση τους υπήρχαν πια δυο μαύρες τρύπες...


...είχε όμως τις ιστορίες που από κει και πέρα τον οδηγούσαν...


.

Παρα-φρονώ!







Προχώραγε στη χώρα του τίποτα κι έπεσε ένα γαμίδι στο κεφάλι της. Από κάποιο παραθύρι ξέφυγε και της ήρθε στο δόξα πατρί. Έτσι είναι με τα γαμίδια. Εκσφενδονίζονται κι όποιον πάρει ο χάρος. Άραγε σαν παίρνει ο χάρος το κάνει καλά ή είναι κι αυτό ξενέρωτο όπως με τον Αντώνη; (άσχετο). Φόραγε τα μίνια με την κάλτσα τη σιλικονάτη μέχρι το μπούτι και το πουκάμισο ξεκούμπωτο ίσαμε κάτω. Έτσι γουστάρει να περπατάει. Να γλύφει ο αέρας τα σωθικά. Κι όταν ο καιρός το ξεπαγιάζει το πράμα, ακόμη καλύτερα. Όλο και κάποιος πρόθυμος θα βρεθεί να τη ζεστάνει.
Μα στη χώρα του τίποτα, κι αυτό σπάνιο είναι. Μόνο γαμίδια υπάρχουν. Ξεπεταμένα, πούστικα, λερωμένα, αχρεία γαμίδια του κερατά. Που νομίζουν πως επειδή τα ξεστόμισε κάποιος πήραν κεφάλι. Χα! Σιγά το ουσιαστικό που θέλει και πρόθεση (ρε συ, τι να κάνει ο Βασιλάκης; Να ’μαθε πού του ’παν τα τέσσερα;).
Ο ήλιος χασκογέλαγε και της έσπαγε τα τσατάλια. Της αρέσει η βροχή και το λέει. Κάποιος μαλακοκαυλάκος της είπε τις προάλλες πως το λεν πολλοί αυτό γιατί είναι μόδα. Ρε άντε πάγαινε να κουρέψεις κάνα πρόβατο που θα μου πεις εμένα τι μ’ αρέσει και γιατί. Κι αν κάποιος δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτό που γουστάρει, θα φανεί στη συνέχεια. Μα εδώ στη χώρα του χάμου η υπο-στήριξη έχει πάει περίπατο. Θέλει χαπάκι ανόρθωσης. Και ποιος έχει κάτι για να του ανορθωθεί εδώ που τα λέμε; Όλοι στο ψαχτήρι το ’χουν ρίξει. Κρίμα την υπόθεση που θέλει να δώσει και ρεπό στις ψιχάλες.
Η κατατραπακιά με το γαμίδι την συνέφερε κάπως. Έπιασε τον πόντο που πήγε να της φύγει και τον έδεσε γύρω απ’ τον λαιμό. Ύστερα βρήκε ένα δέντρο που αντί για κλαριά είχε οχιές σφυρίζουσες. Την κέρασαν δηλητήριο και το ’πιε μονοκοπανιά. Χασκογέλασε σαν αλήτρω και κάθισε ανακούρκουδα στη ρίζα. Ο ήλιος έδυε κι εκείνη ατένιζε τους πέρα κάμπους.
Σαν άρχισε να ποτίζει με το καυτό της ρυάκι τα ξερόχορτα, μια αστραπή φάνηκε απέναντι στην χώρα του φεύγα. Σιγά μη πήγαινε από κει. Το κουνημένο της μυαλό της υπαγόρευε πως αν σερνόταν με την όπισθεν θα χτύπαγε την τελευταία της λατρεμένη ηδονή στ’ αχαμνά. Και ο ήχος που θα έβγαζε αυτός ο καριόλης θα ’ταν βάλσαμο στην λογική της. Από καιρό ήθελε να θεραπεύσει το «πρέπει». Καιρός να παραφρονήσει απενοχοποιημένη. Για να το χαρεί περισσότερο.
Ξεκίνησε με βλέμμα υστερικό. Στον δρόμο θα έγδερνε τον χρόνο απ’ την ανάποδη. Γουστάρει να πηγαίνει κόντρα στην ζωγραφιά που την έχουν κλεισμένη. Να δεις που θα βρει και τρόπο να σπάσει την κορνίζα. Έτσι γίνεται με τις αλόγιστες λόγιες του λόγου. Γαμούν τα σύννεφα να χύσουν μέλι. Κι αυτή ότι είχε αρχίσει να επαναπροσδιορίζεται...


.

Μετα-βαίνω




Μου είπες πως θα με περιμένεις κάτω απ’ το δέντρο με τις εκατό σταλαγματιές. Πως εκεί θα κοιμάσαι και θα ζεις τα όνειρά σου. Κι ότι αυτό το δέντρο σου θυμίζει εμένα. Γιατί είναι όνειρο και δηλητήριο μαζί. Και συ, δεν διστάζεις, αυτό το δηλητήριο να μου ζητάς να το χύνω στάλα στάλα στο κρυστάλλινο ποτήρι σου και μ’ αυτό να ξεπλένεις τα σκασμένα σου χείλη.
Σε φαντάζομαι άοπλο, χωρίς τη βαριά σου φορεσιά, να ξαποσταίνεις κάτω απ’ τα κλαδιά αυτού του ανίερου δέντρου. Χωρίς το συνηθισμένο χρώμα στα φύλλα του και χωρίς το συνηθισμένο θρόισμα που κάνουν κάτι άλλα φύλλα στους ψίθυρους του ανέμου. Μα και τι είναι συνηθισμένο άλλωστε στη χώρα που έχουμε φτιάξει για τις συναντήσεις μας; Ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Κάτι σαν μετάβαση σ’ ένα χρώμα απροσδιόριστο που αρέσκεται στον επανασχηματισμό.
Μου είπες πως εκεί θα πηγαίνεις κάθε φορά που μαζί θες να βρεθούμε. Κι όταν σε αναζητώ, ξέρω πως εκεί θα σε βρίσκω. Χωρίς καν να στο έχω πει. Χωρίς καν να στο έχω μεταφέρει. Μα ο τρόπος που εκπέμπω, είναι ο τρόπος που μόνο εσύ καταλαβαίνεις. Κι ίσως, να βρίσκεσαι εκεί, πριν καν σε πεθυμήσω.
Μ’ αρέσεις. Μ’ αρέσει έτσι όπως η ανάσα σου βγαίνει σαν παγωμένη ομίχλη απ’ τα σωθικά σου. Σαν να μεταφέρει λέξεις που ψάχνουν απόχη να τις πιάσει. Μα τα μάτια μου ξέρουν να κλείνουν τα νοήματα πριν καν γίνουν όραμα. «Το βλέμμα σου Α.... μου», μου είπες μόλις χθες. «Αχ αυτό το βλέμμα σου!». Και σου χαμογέλασα πονηρά κάνοντάς το πιο έντονο. Πόσο πουτάνα γίνομαι καμιά φορά όταν ξέρω πως κάτι σ’ αρέσει και το ενισχύω για να σε εξιτάρω περισσότερο. Και πόσο ξεδιάντροπη όταν αυτό που δεν σ’ αρέσει, επίτηδες το ξεχειλώνω για να στάξεις λίγο αίμα παραπάνω.

Ξέρεις; Είσαι ο πρώτος που το μαθαίνει. Σήμερα...έκανα μια...μετάβαση. Ένιωσα πως προχώρησα σκίζοντας ένα ακόμη περιτύλιγμα. Που μόνη μου είχα πνίξει την ανάσα μου μ’ αυτό και που μόνη μου το είχα αφήσει να με φοράει. Μέσα από μια κουβέντα με το τίποτα κατάλαβα πως δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ τον αέναο προορισμό του ανύπαρκτου κι έτσι, όσο μένω κολλημένη σε κάτι που φαντάζει θαλασσί, στο τέλος δεν θα πιάσω το άστρο που μου γνέφει. Παρεπιπτόντως, θέλω να σου πω πως το χρώμα που μέσα του κολυμπάς δεν μ’ αρέσει. Δεν το ήξερες, μα το μαθαίνεις τώρα. (πες μου πως δεν το πιστεύεις αυτό που σου λέω. Πες το μου...)

Έλα ιππότη μου...πήγαινε να κοιμηθείς κι απόψε μέσα στο σύννεφο. Κι αν δεν σου φανερωθώ στον εφιάλτη σου, ίσως να μη σου φανερωθώ ποτέ. Μόνο να ξέρεις, πως τις εκατό στάλες απ’ το δηλητήριο, θα στις στάζω όποτε με λαχτάρα τις αποζητάς. Γιατί πηγή που δεν στερεύει, δεν στάζει μόνο θάνατο, μα ζωής φωνές ξεπηδάνε από εκεί που δεν τις περιμένεις.

Κι απόψε...η μετάβασή μου περιλαμβάνει κλάμα γέννας.

... άραγε όταν ξυπνήσεις θα είμαι εκεί για να με πάρεις;







.

Αν-ήμεροι παρα-λογισμοί




Δίπλα απ’ το μαστιγωμένο θεριό που κουνάει τα κέρατά του θα στήσω σκηνή να παρακολουθώ τα ατοπήματά σου. Θα ντυθώ με το δικτυωτό ολόσωμο καλσόν που έκλεψα από μια πόρνη νύχτα την ώρα που επί πληρωμή εκδιδόταν με το χαώδες περιτύλιγμα του εξαφανισμένου ήρωα που ήσουν.


Κι ύστερα θα πιω σε κακοχυμένο ποτήρι δυο τζούρες χλεύη – θυμάσαι το βλέμμα σου σαν κοίταζες τα δολοφονήματά σου ανάμεσα απ’ τα πόδια μου; - και μεθυσμένη θα επιδοθώ σε όργια καταναλωτικής και άσκοπης μανίας, αγοράζοντας τριμμένα όνειρα για να τα σκορπίσω πάνω απ’ τον τάφο που θα χτίσω με τις σάρκες σου.


Μια ρίζα θα κάνω θηλιά για να κρεμάσω τη ρημαδιασμένη σου φωνή έτσι όπως σπαρταρά την ώρα που άγριο έρωτα σου κάνω μέσα στον κήπο με τα δεκατέσσερα αγκάθια - το δέκατο τρίτο είναι αυτό που χώνεται στην ανοιχτή πληγή σου. Μα υπομένεις το μαρτύριο, ανίκανος ν’ αντισταθείς στο 90C νούμερο του στηθόδεσμου που κρύβω τις δυο βόμβες που λαχταρούσες από καιρό να πυρπολήσεις.


Όποιος επιθυμεί σφοδρά να μπλέξει με το ανέφικτο, τότε με αίμα πληρώνει τη δίψα του για πλάσματα που αλλάζουν φορεσιές δαιμονικές...







.

Αποκλίνωωωωω!





Να ψιλοβρέχει και να μένω σπίτι, το θεωρώ αμαρτία. Απ’ τις λίγες. Μα επειδή αυτή τη φορά λόγοι ανωτέρας βίας (σιγά μη πω!) μου υπαγόρευαν την παραμονή εντός της οικίας του σπιτιού μου (sic) είπα να την μαλακώσω (την αμαρτία ντε!) και να βγω τουλάχιστον στο μπαλκόνι.
Φορούσα ακόμη το καλσόν, την κοντή τη φούστα και τα μποτάκια τα τακουνάτα. Άλλες φορές βγαίνω με την πιτζάμα μου αλλά βαριόμουν να γδυθώ. Έφτιαξα μυρωδάτο καφέ σε κούπα αγιοβασιλιάτικη και κάθισα στην καρέκλα που έχει φάτσα την απέναντι πολυκατοικία (τι άλλο?). ΄Εβαλα και τα πόδια μου πάνω στα κάγκελα. Η αγαπημένη μου στάση. Δε πα να περνάει όποιος θέλει από κάτω. Σκοτίστηκα. ΄Αναψα κι ένα απ’ τα τσιγάρα που μ’ αρέσουν και που επανακυκλοφόρησαν αυτές τις μέρες. Τα ’ψαχνα καιρό. Μυρωδάτα, μαύρο το χρώμα τους και μ’ αρέσει κι η ονομασία τους. Κάθε ρουφηξιά και σαν να βάζω λίγο περισσότερο απ’ τον διάβολο μέσα μου. Τέλος πάντων. Άλλο θέλω να πω τόση ώρα.
Μετά από μερικές κατεβασιές (βροχής, καπνού, καφέ), μερικά κουνήματα στην καρέκλα μου (καθότι ησυχία δεν έχω γενικώς) και πηγαίνοντας πίσω τον λαιμό μου να δω τον τοίχο της βεράντας μου (ναι, είπαμε, δεν έχω ησυχία), τον είδα να στέκεται εκεί στην άκρη και να με παρατηρεί. Ταρακουνήθηκα λίγο ήταν η αλήθεια, μα ως εγωίστρια από κούνιας δεν το πολυέδειξα. Είμαι σίγουρη πως το κατάλαβε όμως γιατί χαμογέλασε ειρωνικά (αν μπορείς να πεις πως ήταν χαμόγελο αυτό). Κι ακόμη δεν ήξερα από πού στο καλό εμφανίστηκε αυτός ο τύπος. Σκιερός, με μάτια προς το μοβ και χωρίς να μπορώ να διακρίνω αν φορούσε ή δεν φορούσε κάτι. Η αίσθηση που είχα πάντως όταν τον κοίταξα ήταν πως έμοιαζε (ή το ’παιζε) άνετος.
Αποκλίνεις! μου είπε, χωρίς καν να συστηθεί.
Ορίστε; του ’πα αυθάδικα έχοντας ακόμη το τσιγάρο στο χέρι.
Δεν είναι τρόπος αυτός να κάθεται μια γυναίκα στο μπαλκόνι, συνέχισε με στόμφο και ήρθε πιο κοντά μου.
Ομολογώ πως τα δυο βήματα που έκανε ήταν σαν να μην ακουμπούσε με τα πέλματά του στο έδαφος κι αυτό το αλλούτερο γενικώς εμένα με εντυπωσιάζει. Άσε που από κοντά είχε κάτι το ανατριχιαστικό και ένιωσα πως (άκουσον, άκουσον) θα μπορούσε και να μου επιβληθεί (κι αυτό με ανατριχιάζει ακόμη περισσότερο).
Παρόλα αυτά, τράβηξα άλλη μια γερή ρουφηξιά χωρίς να φυσήξω τον καπνό μακριά μου. Μάλιστα, το έκανα με τρόπο που το συννεφάκι έμεινε τόσο κοντά στο πρόσωπό μου που μετά από λίγο ήρθε όλο πάνω μου. Σαν να έβλεπα τον τύπο μέσα από ομίχλη ήταν. Επίσης, δεν ξεκούνησα τα πόδια μου από εκεί που τα είχα. Αλλά, αντιδραστικά τα άνοιξα περισσότερο.
Είδες; συνέχισε εκείνος σχηματίζοντας ένα χαμόγελο πιο ειρωνικό τώρα. Αποκλίνεις!
Τι θα πει, αυτό; του αντέτεινα κοιτάζοντάς τον πάνω κάτω με το βλέμμα εκείνο που παίρνω σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Χωρίς να το τραβάω από πάνω του και επίμονο μες τα δικά του τα μάτια. Τίναξα και πίσω το μαλλί κι άρχισα να γέρνω προς το μέρος του.
Αναπτύσσεις μια συμπεριφορά μη συνηθισμένη. Μια συμπεριφορά που δεν την περιμένει κανείς από γυναίκα. Και μάλιστα της ηλικίας σου! Αυτό το τελευταίο, ο πούστης, το ’πε αργόσυρτα. Γνωστό το γιατί. Για να με πικάρει περισσότερο.
Όπα φιλαράκο, μπάστα! του πέταξα. Η ιδιότητά μου και τα χρόνια μου είναι τιμή μου και καμάρι μου. Εξάλλου μια νεράιδα δεν έχει ηλικία. Δεν στα έμαθαν αυτά εκεί απ’ όπου έρχεσαι; Αλήθεια, πούθε έρχεσαι;
Ομολογώ πως άρχισα να τα παίρνω γιατί ο αναιδής νόμιζε πως μπορεί να με κρίνει. Με ποια ιδιότητα παρακαλώ; Με ήξερε κι από χθες;
Πώς μου μιλάς, έτσι; Μου είπε κάπως θυμωμένα. «Φιλαράκο;» «μπάστα;». Δούλευες σε νταλίκα, πιτσιρίκα; συνέχισε ακάθεκτος. Και κλείσε τα πόδια, περνάει κόσμος.

Μπα; Τώρα έγινα «πιτσιρίκα»; του είπα με στόμφο. Και τα πόδια μου θα τα κάνω ότι γουστάρω, του αντέτεινα.
Αποκλίνεις, παραβαίνεις, γέρνεις, είσαι εκτός, έλεγε...έλεγε...έλεγε...
Εκτός; Εκτός τίνος; Του χώρου όπου ζω; Όπου ανασαίνω; Όπου πληρώνω; Όπου προσφέρω; Όπου υπάρχω; Εκτός του συνόλου των προσηκουσών συμπεριφορών; Εξήγησέ μου ρε μάγκα να καταλάβω.
Αυτό το «μάγκα» δεν τ’ άρεσε. Το οσμίστηκα γιατί στραβομουτσούνιασε κι έκανε μια κίνηση με τα δυο δάχτυλα σαν να ήθελε να εμφανίσει κάτι (ή να εξαφανίσει). Και πραγματικά! Εκείνη την ώρα ήρθαν απ’ το πουθενά δυο διαβολάκια - ένα κίτρινο κι ένα κόκκινο - και κάθισαν το ένα στον δεξί και το άλλο στον αριστερό του ώμο. Μου ’ρθε να βάλω τα γέλια. Ήταν πολύ αστείος έτσι. Και το ’κανα. Σιγά μη δεν το ’κανα.
Ρε φίλε, οι βάτες έχουν φύγει απ’ τη μόδα μετά την εποχή της ντίσκο, του ’πα με θράσος.
Ε, αυτό ήταν! Οι διαβόλοι πέταξαν πάνω μου και με μια γρήγορη κίνηση, με τύλιξαν με ένα κατάμαυρο δίχτυ. Με έκλεισαν εκεί μέσα και με τσουβάλιασαν μαζί με την καρέκλα μου. Ούτε ολόκληρο τον καφέ μου δεν είχα προλάβει να πιω, που ομολογουμένως τον είχα πετύχει στη ζάχαρη αυτή τη φορά. Μου λέτε, γιατί ενώ κάθε φορά βάζω την ίδια δόση, δεν βγαίνει πάντα ίδιος στη γεύση; (άσχετο).
Στο διχτάκι δεν ήταν κι άσχημα. Μόνο που δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια. Θυμήθηκα μια φορά που με είχε δέσει ένα αμόρε που είχα. Ψαράς το επάγγελμα. Στο δίχτυ μάστορας. Κι εγώ ανήμπορη να αντιδράσω μα όμως τόσο καυλ...Αλλά ας μη ξεφύγω απ’ το θέμα. Ποιον ενδιαφέρει άλλωστε;
Εκείνη την ώρα χτύπησαν δυο καμπάνες. Οκτώ φορές συνολικά η κάθε μια θαρρώ. Ο τύπος ο σκιερός ταρακουνήθηκε. Πήγε να την κάνει με ελαφρά κι αυτό το κατάλαβα γιατί αρχικά έκανε κίνηση να κρυφτεί πίσω απ’ τον φίκο μου. Και τότε, πριν προλάβει να αντιδράσει, κατέβηκε ένα φως και του μίλησε (!)
Δεν είπαμε μη τη δέσεις παρά μόνο να την τρομάξεις; Κοίτα να δεις που αυτηνής θα της αρέσει κιόλας. Κι εσύ για ακόμη μια φορά αποδείχτηκες άχρηστος! του είπε η αορατιά(!) Αφού τη βλέπεις, η γκόμενα δεν χαμπαριάζει. Με άλλο τρόπο έπρεπε να τη φέρεις στα μέτρα μας.
Ο τυπάς με τα διαβολάκια-βάτες το μούγκωσε. Γουστάρω να βλέπω μερικούς να καταπίνουν τη γλώσσα τους εκεί που νομίζουν πως κρατούν τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια.
Ε...χμ...ψέλλισε ο μάγκας. Ξέρετε...το δίχτυ...ε...χμμ...εξοστρακίστηκε!
Ρε άντε και πηδήξου, του είπε η φωνή η βροντοφωναχτή. Έτσι, δεν είπες και τις προάλλες όταν σε έστειλα να ανάψεις τον αστεροειδή Π68 κι εσύ έβαλες φωτιά στον Ρ20; Τι ήταν εκεί ρε; Καμιά άλλη γκόμενα με ανοιχτά τα μπούτια και πήγες να πάρεις μάτι και απέκλινες;
Τι...τι έκανε; Μίλησα απ’ το δίχτυ με πνιχτή φωνή κοντεύοντας να βάλω τα γέλια.
Απέκλινε! Ακούστηκε το «κάτι» να ηχεί. Όπως κι εσύ, μανταμίτσα. Όπως κι εσύ που προκαλείς ζημιές στο σύμπαν με τους τρόπους σου, το ντύσιμό σου, το σκουλαρίκι στη μύτη, το περπάτημά σου το κουνιστό και την φλογερή ανταύγεια στο μαύρο το μαλλί. Για να μην αναφέρω το στιλάκι που ανάβεις το τσιγάρο κάνοντας τσακ τον ζίπο με το ένα χέρι και χραπ του δίνεις με την άλλη παλάμη πάνω στην πέτρα...ώχου...είναι τόσα που βαριέμαι να τα λέω. Πάντως, εδώ που τα λέμε, δεν παρουσιάζεις άσχημο θέαμα έτσι μπουζουριασμένη στο δίχτυ, συνέχισε η φωνάρα...
Ναι, ε; είπα νωχελικά κλείνοντάς το μάτι στο τίποτα. Τσιγαράκι; αντέτεινα απαθώς.
Εντάξει γλύκα, ότι πεις, είπε το φως και πήγε προς τον τύπο. Μόνο, δώσε μου ένα λεπτό να πάρω αυτόν από τα πόδια μας.
Τι θα τον κάνεις; Ρώτησα αδιάφορα κάνοντας συγχρόνως ένα απ’ τα θανατηφόρα μου σταυροπόδια (το δίχτυ σ’ αυτό συνέβαλε υπέροχα).
Τι θέλεις να τον κάνω; Μου χαμογέλασε(;) η φωνή.
Εξοστράκισέ τον, τον άχρηστο! είπα με τη μια. Εξοστράκισέ τον!
Κι ύστερα, όλα πήραν το δρόμο τους... Αργά...με σχέδιο...με πλάνη...και με αποτέλεσμα...
Και το ’νιωσα πως θα είχε αποτέλεσμα...γιατί...
...σαν άρχισε να μπαίνει μέσα μου ένα ακόμη τίποτα χωρίς μορφή, με έκανε με τις φωνές του, με την παράδοσή του, με τον αποσυντονισμό του και με την πλήρη υποταγή του...
...να διαπιστώσω...και να παραδεχτώ...... πως η απόκλιση που αναβλύζει απ’ τις κινήσεις μου...όχι μόνο ξέρει να προκαλεί...
... μα ξέρει και να γαμ.....

.

Μεθυσμένο ζεϊμπέκικο




Τον έβλεπα που προσπαθούσε να πατήσει το ένα του πόδι κάτω και να μείνει σταθερό. Να μη κουνιέται, να μη παίζει, να μη γέρνει. Ήθελε να σηκωθεί μόνος του απ’ την καρέκλα κι ας μην έδειχνε πως θα τα καταφέρει. Όμως εκείνος, ήξερε. Θα σηκωνόταν όρθιος. Και σηκώθηκε.
Οι νότες απ’ το ζεϊμπέκικο είχαν απλωθεί σ’ όλες τις μεριές της αίθουσας, μα έβλεπα πως αυτές που είχαν μπει μέσα του ήταν και οι πιο δυνατές. Ήταν εκείνες που του υπαγόρευαν το «σήκω». Και το χαμόγελο που είχε εδώ και ώρα στο πρόσωπό του έγινε πίνακας ζωγραφικής στα μάτια μου. Ενός ζωγράφου που αποφάσισε να απεικονίσει το «υπάρχω» σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Πιο δίπλα ο φίλος του χτυπούσε παλαμάκια. Ήχος που έβγαινε μέσα από δυο αδύναμες παλάμες κι ένα σώμα ατροφικό. Καθισμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο από παιδί. Ποιος ξέρει το γιατί. Πάντα, άλλωστε υπάρχει ένα γιατί πίσω απ’ όλα. Κι είναι φορές, που κι αν το μάθεις δεν έχει νόημα. Γιατί το νόημα είναι αλλού. Είναι σ’ έναν αδύναμο χτύπο ενός «όπα» που κινείται μέσα από τη δύναμη της θέλησης.
Είχα κανονίσει για τον στολισμό της αίθουσας λόγω των ημερών και είχα κλείσει την ορχήστρα. Είχα οργανώσει την εκδήλωση για άλλη μια φορά. Για τους ανθρώπους εκείνους που χρόνια τώρα αντί να τους προσφέρω, νιώθω να μου προσφέρουν. Για εκείνους που μια άσχημη στιγμή, τους καθήλωσε σε μια καρέκλα. Για εκείνους που ένα δευτερόλεπτο, τους καθόρισε την υπόλοιπη ζωή. Για εκείνους που το πριν δεν τους είχε υποσχεθεί το μετά. Κι είπα να μη δακρύσω ετούτη τη φορά. Μα και αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Τουλάχιστον δεν με είδαν. Γιατί θα ντρεπόμουν αν μ’ έβλεπαν. Όχι για τα δάκρυά μου, μα δεν ήθελα να παρεξηγήσουν τον λόγο που καυτά άρχισαν να ξεχύνονται απ’ τα μάτια μου.
Τον κοιτούσα ώρα. «Ξέρεις, πώς το χόρευα αυτό πριν...» τον είχα ακούσει να λέει στον διπλανό του. «Το έφερνα σβούρες και...»
Και σηκώθηκε. Και πήγαινε το ένα βήμα δίπλα στ’ άλλο. Αδύναμο και παραστρατημένο. Όπως η ψυχή μας αν την αφήσουμε να λιποψυχήσει. Μα εκείνου η ψυχή ήταν τόσο φωτεινή που δεν σου πήγαινε το μυαλό ότι δεν οδηγούσε αυτή τα βήματά του. Έστω και μεθυσμένα...
Ακόμη ένας χρόνος έρχεται προς το τέλος του και νιώθω πως ενώ κάνω προσπάθειες να αλλάξω χώρο εργασίας, κάτι μέσα μου με κρατάει εκεί. Κάτι σ’ εκείνα τα βλέμματα, κάτι σε κείνα τα χαμόγελα όταν κάνουν ένα βήμα παραπάνω, κάτι σ’ εκείνες τις κινήσεις που δείχνουν δίψα για συνέχεια, με κάνουν να στέκομαι σε ένα κενό του χρόνου και να επαναπροσδιορίζω.
Τον τρόπο που σκέφτομαι, τους λόγους που πληγώνομαι, τα πράγματα που ζητώ, εκείνα που απορρίπτω, όσα με κάνουν να αναρωτιέμαι κι όσα με κάνουν να φοβάμαι.
Μα ότι κι αν γίνει, πάντα θα τους ευχαριστώ για το ότι δεν μ’ αφήνουν να ξεχνώ πως αξίζει να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα κι ας στραβωνόμαστε, να είμαστε χωρίς ομπρέλα στη βροχή κι ας μουσκεύουμε ως το κόκαλο, να πηγαίνουμε με ένα βήμα πιο αργό για να παίρνουμε βαθύτερη ανάσα, να χαμογελάμε στο πουθενά χωρίς να σκεφτόμαστε αν θα μας πάρουν για τρελούς.
Κι ότι αξίζει να χαϊδεύουμε τις αισθήσεις μας όσο είναι ακόμα ζωντανές, να τραγουδάμε κι ας είμαστε φάλτσοι, να φωνάζουμε «ζήτω» γνωρίζοντας μόνο εμείς το λόγο, να λέμε «σ’ αγαπώ» κάθε ώρα και στιγμή γιατί...
...γιατί μπορεί να μην προλάβουμε να χορέψουμε ακόμη ένα ζεϊμπέκικο...
...έστω και μεθυσμένο...

.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Άσμα Ασμάτων ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ


Άσμα Ασμάτων

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ


Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη
ΠΑΡΑΛΟΓΗ, 1993


ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΠΙΑ στις μέρες μας ερωτικά ποιήματα εκτενή, σημειώνει στον σύντομο επίλογο του Άσματος Ασμάτων (Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2005) ο Μιχάλης Γκανάς. Και πράγματι. Ήδη το μακροσκελές ενός τέτοιου ποιήματος, η ποιητική σύνθεση "ενός κάποιου μάκρους", όπως θα την έλεγε ο Πάουντ, έχει από τη φύση του χαρακτήρα επισημότερο, απαιτητικότερο, προγραμματικό. Ομολογημένα ή υπόρρητα, απαιτεί από τη μεριά του δημιουργού του μιαν εικόνα των πραγμάτων κατά το μάλλον ή ήττον συμπαγή, μια προσωπική φωνή ρωμαλέα και δραστική, που και όταν ακόμη αντιπολιτεύεται τον υπάρχοντα κόσμο, ιδίως τότε, δεν παραιτείται από τη φιλοδοξία να γεφυρώσει τα διεστώτα, να υπερβεί τον κατακερματισμό. Μια τέτοια ποίηση, ανεξαρτήτως θέματος, τείνει προς το καθολικό. Ψυχική προϋπόθεσή της είναι η αυτοπεποίθηση του ομιλούντος, η πίστη του πρώτα απ' όλα στον εαυτό του και στη σημασία του έργου του. Να γιατί τα εκτενή ποιήματα αυτού του είδους είναι κατά κανόνα δυνατά μόνο στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες η ηθική και η κοινωνική σπουδαιότητα της ποίησης θεωρείται αυτονόητη. Ένα εκτενές ποίημα με την υπογραφή του Καρυωτάκη, φέρ' ειπείν, θα ερχόταν σε αντίφαση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του, που αποστρεφόταν τα συνθετικά εγχειρήματα, και ως τέτοιο δεν θα έμενε παρά σχήμα οξύμωρο.








Από την άλλη πλευρά, και της ερωτικής ποίησης η εσώτερη συνάφεια με την πίστη είναι αυτόδηλη. Μιλάω βεβαίως για την ερωτική ποίηση στην ευρύτερη δυνατή της σημασία, για εκείνην την ποίηση δηλαδή που δεν ταυτίζει τον έρωτα αποκλειστικά με την γενετήσια ομιλία ή δεν τον αφυδατώνει σε ψυχογραφικό ρεπορτάζ για τις σχέσεις των φύλων. Αυτή η εν ευρεία εννοία ερωτική ποίηση, από την εποχή του Δάντη ώς τους τροβαδούρους της μεσημβρινής Γαλλίας και από τον μαγικό ιδεαλισμό του Νοβάλις ώς τον διονυσιακό πανσεξουαλισμό των υπερρεαλιστών, έχει απ' τη φύση της κάτι το θρησκευτικό. Στους κόλπους της, ερωτική εξομολόγηση και ομολογία πίστεως συνωνυμούν, ο ατομικός πόθος και το δημόσιο όραμα συμπίπτουν. Όπως ακριβώς η ποίηση των μεγάλων οραμάτων, θρησκευτική, πολιτική ή άλλη, έτσι και η ποίηση η ερωτική αφορμάται από μια δοτικότητα ενδιάθετη στο ποιητικό Εγώ. Από ένα Εγώ δηλαδή που ζητά να άρει τους φραγμούς μεταξύ υποκειμένου και αντικείμενου, και υπερβαίνοντας την ίδια του την εαυτότητα να ταυτιστεί με τον Άλλο. Σ' αυτόν τον Άλλο, ο ερωτικός ποιητής αντικρίζει πάντοτε κάτι πολύ περισσότερο από το αγαπημένο πρόσωπο ή σώμα· συχνά, τον ίδιο τον Κόσμο.

Αν λογαριάσουμε στην αλληλοσυσχέτισή τους τα δύο αυτά φαινόμενα των τελευταίων τριών ή τεσσάρων δεκαετιών, την παρακμή του οραματικού δημόσιου λόγου αφ' ενός, και την υποχώρηση της αυτοπεποίθησης των ποιητών στο εσωτερικό της λογοτεχνικής συντεχνίας αφ' ετέρου, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί η περίοδος αυτή δεν υπήρξε γόνιμη για την καλλιέργεια μιας πράγματι μεγαλόπνοης, πόσω μάλλον συνθετικής και αρχιτεκτονικά φιλόδοξης, ερωτικής ποίησης. Ο Γκανάς μνημονεύει ως τελευταίο τέτοιο "εκτενές ερωτικό ποίημα" το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη. Και μιλώντας για την δική του μακροχρόνια ενασχόληση με το Άσμα Ασμάτων λέει τα εξής:

αποφάσισα ότι δεν με ενδιέφερε να προσθέσω άλλη μια μετάφραση ή μεταγραφή του Άσματος. Μ' ενδιέφερε όμως, όλο και περισσότερο, μια προσωπική ανάγνωση του Άσματος με προσωπικές ελευθερίες, ώστε να προτείνω στον σημερινό αναγνώστη ένα εκτενές ερωτικό ποίημα –που ίσως ήθελα να γράψω– από αυτά που δεν γράφονται στις μέρες μας.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να πάρει τοις μετρητοίς τις διευκρινίσεις αυτές. Το κατά Γκανά Άσμα είναι βεβαίως μετάφραση, "ελεύθερη απόδοση" το αποκαλεί ο ίδιος. Εξίσου όμως είναι και εκείνο το εκτενές ερωτικό ποίημα που ο Γκανάς θέλησε ίσως να γράψει. Και το οποίο τελικά ενδέχεται να διαπιστώσουμε ότι πράγματι έγραψε.








Σε άρθρο μου γραμμένο μερικά χρόνια πριν, αναρωτιόμουν αν είναι δυνατή η πειστική μετάφραση στα σύγχρονα ελληνικά εκείνων των κειμένων της παλαιότερης γραμματείας μας που για λόγους ιστορικούς, εκκλησιαστικούς ή άλλους, εξακολουθούν να μας είναι οικεία στην πρωτότυπή τους εκδοχή. Όπως σημείωνα τότε, «παρ' όλες τις απόπειρες κάθε άλλο παρά ασήμαντων ποιητών, καμμιά νεοελληνική εκδοχή της Αποκάλυψης ή των Βυζαντινών μελωδών δεν ηχεί πειστικά στ' αφτιά μας. Η ζωντανή παρουσία του πρωτοτύπου υπονομεύει ήδη εκ προοιμίου τις προσπάθειές μας να κάνουμε τα παλαιά κείμενα να μιλήσουν τη σημερινή μας γλώσσα».

Σήμερα, θα ήμουν πολύ λιγότερο κατηγορηματικός. Χωρίς τον ομφάλιο λώρο που το ενώνει με το πρωτότυπο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι κανένα μετάφρασμα δεν θα μπορούσε να συντελεστεί. Ωστόσο, ο ομφάλιος λώρος είναι τέτοιος επειδή προορίζεται να κοπεί:

  Η πρώτη μαχαιριά είναι του ομφάλιου λώρου.
  Κι όποιος τη στερηθεί πεθαίνει προτού ζήσει.


γράφει κάπου ο Χάινερ Μύλλερ. Με την έννοια αυτή, η "ελεύθερη απόδοση" του Γκανά έχει το δικαίωμα να κριθεί πράγματι ελεύθερα, πάει να πει αυτοτελώς. Όχι, εννοείται, ως αυστηρή μεταγλώττιση επιστημονικού χαρακτήρα, όπως είναι λ.χ. οι μεταφράσεις της Βιβλικής Εταιρείας, ούτε καν ως μια ακόμη απόπειρα συγκερασμού λογοτεχνικότητας και ακριβολογίας, από τις αρκετές που διαθέτουμε, με πρώτη ανάμεσά τους εκείνη του Σεφέρη. Αλλά ως έργο ενός ποιητή που ο φυσικός και εκφραστικός του κόσμος συγγενεύει ουσιωδώς με τον φυσικό και εκφραστικό κόσμο που γέννησε το Άσμα. Και που γι' αυτό, μεταφράζοντάς το, έχει πράγματι κάτι δικό του να πει.







Τρία είναι τα γνωρίσματα που δείχνουν παραστατικά αυτή την ουσιώδη, όπως την αποκάλεσα, συγγένεια. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Γκανάς είναι από τους, λίγους τώρα πια, ποιητές μας που γνώρισαν σε βάθος τον αγροτικό πολιτισμό της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και τον λαϊκό πολιτισμό των μεγάλων αστικών κέντρων, που προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τον πρώτο. Τα οφέλη που ο Γκανάς ως μεταφραστής του Άσματος αντλεί από τις καταβολές του αυτές είναι σημαντικά. Ένας ποιητής περισσότερο λόγιος θα μπορούσε εύκολα να παρασυρθεί στα ταραγμένα νερά των αλληγορικών ερμηνειών που αιώνες θεολογίας επισώρευσαν στο ποίημα. Πολλές από αυτές τις ερμηνευτικές συλλήψεις, είναι αλήθεια, υπήρξαν μεγαλοφυείς, στο τέλος ωστόσο συνέτειναν πάντα στην επισκίασή του ερωτικού χαρακτήρα του Άσματος. Ο Σεφέρης δεν τις αποκάλεσε άδικα "προσχώσεις". Από την άλλη πλευρά, ένας μεταφραστής περισσότερο "αστός", περισσότερο εξαστισμένος δηλαδή, ίσως να παραγνώριζε την βιωματική αδρότητα των συμβόλων της αγροτοποιμενικής κοινότητας από την οποία ξεβλάστησε το ποίημα, και να τα υποβάθμιζε σε παρεμπίπτον σκηνικό ή νοσταλγικό διάκοσμο.

Η δεύτερη ευτυχής σύμπτωση αφορά στην παλαιά σχέση του Γκανά με το τραγούδι. Αν όλη η ποίηση δεν είναι παρά "λόγος που πάει να γίνει τραγούδι", κατά τον παλαμικό ορισμό, ο λόγος της ερωτικής ποίησης είναι από μιας αρχής τραγούδι. "Τραγουδάμε", γράφει ο Ώντεν, "όταν τα συναισθήματά μας φτάνουν σε μια τέτοια ένταση που ο κοινός λόγος δεν μπορεί να τα εκφράσει. Όταν οι ποιητές μιλούν για την αγάπη, τραγουδούν, άσχετα από το πόση μουσικότητα ή μη ήθελαν να προσδώσουν αρχικά στον λόγο τους ".

Παρέλκει εδώ εντελώς να μνημονεύσω την θητεία του στιχουργού Γκανά στο έντεχνο τραγούδι – είναι σε όλους γνωστή. Εξίσου λίγο πρωτότυπη θα ήταν μια αναφορά στους δεσμούς που ενώνουν το έργο του με τη μήτρα του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, η ευεργετική τους επήρεια στη μετάφραση ενός έργου που φέρει τον τίτλο του Άσματος, και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Εδώ, θα αρκεστώ να παραθέσω ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της πρώτης κιόλας συλλογής του Γκανά, που τιτλοφορείται ακριβώς "Τραγούδι":

  Να σ' έχω δίπλα μου, να σ' ανασαίνω
  σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
  να 'σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
  έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
  από τα μπάζα της φωνής σου
  στο λυγμό.

  Τραγούδι μου
  κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
  ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
  ανάβεις το ξερό χορτάρι,
  πέτρινο το γεφύρι πέτρινο,
  δεν καίγεται μαυρίζει.

(Ακάθιστος δείπνος, 1978)

Και ακόμη, ένα εξίσου χαρακτηριστικό δίστιχο, γραμμένο και μελοποιημένο περίπου είκοσι χρόνια αργότερα:

  Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα
  τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.

(Στίχοι, 2002)

Τέλος, ο τρίτος λόγος που καθιστά ευτυχή την συνεύρεση του Γκανά με το σολομώντειο Άσμα, έχει να κάνει με το ερωτικό περιεχόμενο της ποίησης του ίδιου του μεταφραστή. Η λέξη του Γκανά για τον έρωτα είναι "αγάπη": αυτήν τη λέξη θα συναντήσουμε λ.χ. στο ποίημα το επιγραφόμενο "Της Αγάπης" (Ακάθιστος δείπνος, 1978), στο αριστουργηματικό "Προσωπικό" (Γυάλινα Γιάννενα, 1989· "ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης" ο ακροτελεύτιος στίχος), στα ερωτικά αποσπάσματα της Παραλογής (1993), αλλά και σε ένα πλήθος τραγουδιών που φέρουν την υπογραφή του.

  Σ' αγαπώ με το σώμα δίχως νου,
  με το μπλε και το μαύρο τ' ουρανού,
  σ' αγαπώ με τον τρόμο του κενού

(Στίχοι, 2002)

λέει ο Γκανάς σε ένα από αυτά, με έναν τρόπο που φέρνει στον νου ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα του Κωστή Παλαμά:

  Σ' αγαπώ με τη γλώσσα
  του πουλιού τ' αηδονιού (…)

  Σ' αγαπώ μ' όλα τ' άστρα
  του βαθιού μου ουρανού.









Με όλες αυτές τις συγγένειες, μοιάζει φυσικό ότι η περιχώρηση, η ώσμωση της ελεύθερης απόδοσης του Άσματος με το υπόλοιπο ποιητικό έργο του Γκανά είναι συχνά τέτοια, ώστε στίχοι που παρουσιάζονται ως μεταφρασμένοι να είναι στην πραγματικότητα πρωτότυποι:

  Θα το νηστέψω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις (…)

  Είσαι ταμένος στην αγάπη (…)

  Ποτίστε με γλυκό κρασί
  κι αφήστε την αγάπη σαν σημαία
  επάνω μου να κυματίζει

(Άσμα ασμάτων, 2005)

Αντίστροφα, στα τελευταία βιβλία του Γκανά, στίχοι του Άσματος, αυτούσιοι ή μεταφρασμένοι, συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τους δικούς του:

  Αγαπημένη εσύ εν γυναιξί
  γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά (…)

  Δώσ' μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
  Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
  προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
  Κοιμήσου· η καρδιά μου ξαγρυπνά


(Ο Ύπνος του καπνιστή, 2003)

Και αλλού:

  Η καρδιά μου απόψε ξαγρυπνά
  και το σώμα μου θυμάται.

(Στίχοι, 2002)

Δάνειοι είτε επείσακτοι, οι στίχοι αυτοί επιβεβαιώνουν το πόσο ομαλή, πόσο αβίαστη υπήρξε η σύγκραση του ήθους του βιβλικού τραγουδιού με το ήθος της γλώσσας του μεταφραστή του. Και, με τον τρόπο τους, μας επιτρέπουν να μιλάμε πράγματι για το Άσμα ασμάτων, το ποίημα του Μιχάλη Γκανά.


Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, τχ. 9, Χειμώνας 2007

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Τον πραγματικό Έρωτα η απόσταση δεν τον σβήνει ποτέ....


Καμιά φορά απαιτείται πολύ μεγαλύτερη δύναμη για να πει κανείς αντίο, από όση χρειάζεται για να καλωσορίσει.
Θέλει μεγαλύτερο σθένος για να φύγει κανείς, από όσο για να μείνει, να πάρει μαζί τις όμορφες στιγμές, κλεισμένες στο πιο απόκρυφο συρτάρι του μυαλού και της καρδιάς του και να φύγει με το κεφάλι ψηλά, με μια γλυκιά, αξιοπρεπή μελαγχολία, αλλά χωρίς πίκρα.
Δεν έχει υμνηθεί λίγο ο Έρωτας από τους καλλιτέχνες και τους φιλοσόφους, δεν αμφιβάλει κανείς για την αξία του όταν, από την εποχή των Ορφικών κιόλας θεωρήθηκε ως η ύψιστη θεότητα, όμως δίπλα σε αυτόν και ίσως και ανώτερή του να είναι η Αξιοπρέπεια που όλοι μας δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως έχουμε, έστω και πολύ βαθιά μέσα μας.
Η Αξιοπρέπεια είναι που μας κάνει πολλές φορές να παίρνουμε τον δυσκολότερο δρόμο, το δρόμο της αποχώρησης.
Όταν αυτό συμβεί, όταν νιώθουμε ότι ο Έρωτας μας προκαλεί μια εσωτερική σύγκρουση χωρίς αντίκρισμα, όταν μας εμποδίζει να εξελιχθούμε, τότε πρέπει να έχουμε το θάρρος και τη δύναμη να φύγουμε.
Γιατί, μιας και ο Έρωτας είναι κατά βάση μια μυσταγωγία, ο μύστης πάντοτε πρέπει να φεύγει μακριά από τον κόσμο.
Και μύστης δεν είναι εκείνος που μαθαίνει, αλλά εκείνος που παθαίνει.
Η φυγή κάποιες φορές αποτελεί πράξη σεβασμού απέναντι στον Έρωτα και όχι πράξη δειλίας.
Αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να μην εκφυλιστεί ο Έρωτας, να μην υποβιβαστεί σε μια στείρα εμπορική συναλλαγή, σε ένα «τι σου δίνω τι μου δίνεις».
Ο πραγματικός Έρωτας δεν έχει φύλο, γιατί συμβαίνει σε όλα τα φύλα με οποιονδήποτε συνδυασμό, είναι τυφλός αλλά και κουφός συνάμα.
Ο Έρωτας δεν χρειάζεται ούτε να βλέπει ούτε να ακούει, περισσότερο χρειάζεται να μυρίζει και να αγγίζει αλλά ακόμα και τις δύο αυτές αισθήσεις δεν τις έχει απόλυτη ανάγκη, καθώς λειτουργεί κατ’ εξοχήν με τη φαντασία, τόσο με τη δημιουργική όσο και με τη στείρα της μορφή.
Μπορεί ο ερωτικός σύντροφός να απουσιάζει υλικά, ωστόσο υπάρχει στη φαντασία και τη σκέψη στο διηνεκές.
Δυστυχώς βέβαια, ελάχιστοι είναι οι μυημένοι.
Κανείς δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο.
Πάντοτε ο εραστής θα έχει την ανάγκη της υλικής παρουσίας του ερωτικού συντρόφου, όπως πολύ όμορφα παρουσιάζει ο Πλάτωνας στο “Φαίδρο” και πάντοτε η απουσία του θα συνοδεύεται από απερίγραπτο πόνο, φυσικό και ψυχικό.
Ωστόσο, το ίδιο ισχυρός είναι και ο πόνος του αποχωρισμού του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό, όπως συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί σε όλους εκείνους που, παρεξηγώντας την έννοια του Έρωτα, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να πλησιάσουν ψυχικά κάποιον άνθρωπο, απομακρύνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Γίνονται ξένοι με το Είναι τους, εχθροί προς τον ίδιο τους τον εαυτό, που μπορεί να είναι ο καλύτερος φίλος αλλά και ο πιο αδυσώπητος εχθρός.
Αλλοτρίωση θα το ονόμαζαν κάποιοι αυτό το φαινόμενο, για μένα όμως αυτή είναι η πραγματική, η ουσιαστική έννοια του όρου “Μοναξιά”.
Εάν αυτό συμβεί, τότε ο μοναδικός δρόμος είναι το αντίο, η απομόνωση, σε μια προσπάθεια να βρει κανείς τον εαυτό του, όπως λέει ο κόσμος.
Αυτό μπορεί να το κάνει κάποιος όχι μόνο για να βρει το δικό του εαυτό αλλά και για να επιτρέψει στον άλλο να βρει το ίδιο πράγμα και αυτό το τελευταίο απαιτεί ακόμα μεγαλύτερη δύναμη εκ μέρους εκείνου που φεύγει.
Με αυτό τον τρόπο τον πραγματικό Έρωτα η απόσταση δεν τον σβήνει ποτέ.