Χουὰν Ἐδουάρδο Θούνιγα (Juan Eduardo Zúñiga)
Νυχτερινὴ περίπολος
(Patrulla del amanecer)

Παρ’ ὅλα αὐτά, ἐκεῖ, πάνω
στὸν μουσαμὰ ποὺ κάλυπτε τὸ τραπέζι ὅπου ἔτρωγαν, ὁ πατέρας
ἀκούμπησε τὸ βραχιόλι καὶ μὲ τὸν δείκτη φάνηκε νὰ τὸ δείχνει
προσφέροντάς το σὲ κάποιον ἢ στὴν περιέργεια τῆς θείας Πιλὰρ
καὶ τῶν δύο γιῶν πού, σιωπηλοί, τὸ θαύμαζαν γιατί ἦταν ἕνας
χρυσὸς κρίκος, γερός, καλοστιλβωμένος, καὶ πάνω του μιὰ μικρὴ
σειρὰ ἀπὸ δεμένα μπριγιάντια ποὺ λαμποκοποῦσαν
φανερώνοντας τὴν ἐκλεκτή τους ποιότητα. Κανενὸς ὅμως τὸ
μυαλὸ δὲν πήγαινε σὲ κοσμήματα, ὅταν ὁ παγωμένος ὀρεινὸς
ἀέρας ἔτρεχε στοὺς δρόμους ποὺ ἦταν τόσο ἔρημοι, ὥστε
βουλιάζαν πέρα μακριά, σὰν πυρετικὴ παραίσθηση, καὶ ἡ πείνα
ἦταν πιστὸς σύντροφος καὶ σὲ ἀπόμερες συνοικίες ἀντηχοῦσαν
οἱ σειρῆνες τοῦ ἀντιαεροπορικοῦ συναγερμοῦ ποὺ
ἀνακοίνωναν μιὰ νέα καταστροφή, καὶ τὰ βλέμματα ὑψώνονταν
πρὸς ἕναν συννεφιασμένο οὐρανὸ ἀπ’ ὅπου ἔρχονταν οἱ πρῶτες
νιφάδες τοῦ χειμώνα.
Μὲ τὰ στόματα μισάνοιχτα
ἔμειναν τὰ δύο παιδιὰ καὶ μὲ τὰ φρύδια σηκωμένα ἀπὸ τὸν
θαυμασμό τους γι’ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχαν ξαναδεῖ· στὶς ἐρωτήσεις
τους, ὁ πατέρας πέρασε τὸ ἀνάστροφο τῆς παλάμης του μπροστὰ
ἀπὸ τὰ χείλη, ρουθούνισε καὶ εἶπε μόνο ὅτι ἦταν ἑνὸς φασίστα
καὶ χαμογέλασε στραβώνοντας τὸ στόμα, κοίταξε ἕναν-ἕναν
τοὺς παρισταμένους καὶ τὸ ἔδειξε ξανά, τοὺς λαμπυρισμούς του,
τὸ καμπυλωτό του σχῆμα ποὺ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐφαρμόζει στὸ
χέρι, τὸ μικροσκοπικό του κούμπωμα, τὴν καθαρότητα τοῦ
χρυσαφιοῦ του. Πῶς πῆγε τὸ μυαλό του σὲ κοσμήματα, ἐνῶ
περνοῦσαν οἱ ἀτέλειωτες νυχτερινὲς ὧρες στὸ φῶς τῆς λάμπας
ἀσετιλίνης, μπροστὰ στὰ πιάτα μὲ τὰ ὑπολείμματα ἑνὸς εἴδους
σούπας ποὺ τὰ εἶχαν γλύψει μὲ βουλιμία; Πῶς μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ
κάτι τόσο ἀταίριαστο μὲ τὰ κακοπλυμένα χέρια, μὲ τὴ δουλειὰ
στὸ πλινθοποιεῖο τοῦ Κάμπο δὲ λὸς Ὄρνος, μὲ τὸ στήσιμο στὴν
οὐρά, μήπως καὶ βρεθεῖ κανένα κομμάτι βακαλάος;
Ὁ μικρὸς ἀδερφὸς ρωτοῦσε ἂν
ἦταν γυναικεῖο, καὶ ὁ πατέρας ἀπάντησε πὼς φυσικὰ ἦταν, καὶ
γιὰ γυναίκα προοριζόταν, καὶ τὸ εἶπε τόσο καθαρὰ ποὺ φάνηκε ἡ
σταθερή, σκούρα, ροζιασμένη παλάμη του νὰ βάζει τὸ κόσμημα
σ’ ἕνα γυναικεῖο χέρι, νὰ τὸ τοποθετεῖ στὸ λευκὸ καὶ τροφαντὸ
χέρι ὅπου θὰ ἔλαμπε σὲ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο. Τὸ βραχιόλι
ἔπρεπε νὰ μείνει ἐκεῖ, πάνω στὸ τραπέζι, πάντα στὴ μνήμη του,
τὴν τόσο ὀδυνηρή, ποὺ ὅταν τὸ ἔβλεπε, ἀκόμα καὶ μετὰ ἀπὸ
τόσα χρόνια, στὴ βιτρίνα ἑνὸς κοσμηματοπωλείου, αἰσθανόταν
ἕνα περίεργο συναίσθημα ἀπόρριψης.
Ὁ πατέρας τὸ φύλαξε στὴν
τσέπη του· εἶχε τότε ἕνα δερμάτινο μπουφὰν ποὺ ὅλοι ζήλευαν,
τὸ πιστόλι στὴ θήκη του, κρεμασμένη στὴ μέση, ἕνα κόκκινο
μαντήλι δεμένο στὸν λαιμὸ γιὰ νὰ τὸν προστατεύει ἀπὸ τὸ κρύο ἢ
γιὰ νὰ δείχνει τὶς πολιτικές του πεποιθήσεις, καὶ στὴν ἄκρη τῶν
χειλιῶν τὸ τσιγάρο ποὺ ἔμοιαζε νὰ μὴν τελειώνει ποτέ:
ἐνέπνεε θαυμασμὸ καὶ κάποια δυσπιστία μὲ τὴν
ἐπιβλητικότητα τῆς μυώδους του κορμοστασιᾶς, καὶ φόβο ὅταν
σούφρωνε τὰ χείλη, τὰ ἔσφιγγε καὶ τὰ ρουθούνια διαστέλλονταν
εἰσπνέοντας ἕναν ἀέρα ποὺ θὰ ξανάβγαινε μὲ μιὰ βρισιά· μιὰ
ἀρρενωπὴ φυσιογνωμία στὴ φτωχικὴ συνοικία, τὸ παλιὸ
Τετουὰν δὲ λὰς Βικτόριας, μὲ μιὰ περπατησιὰ ποὺ προκαλοῦσε
τοὺς πάντες, πατέρας θαυμαστός, τρομακτικὸς στὴ δυσάρεστη
ἀνάμνηση τῶν ἐπιπλήξεων, τῶν χτυπημάτων, ἀμήχανων σιωπῶν,
καὶ μιὰ ἀκόμα ἀκέραιη ἀνάμνηση. Τὰ δυὸ παιδιὰ περπατᾶνε
στὴν ἔρημη συνοικία, φτάνουν στὸ πρανές του ἀρχαίου τείχους,
ἐπικίνδυνου γιὰ ὅποιον ἀνεβαίνει ἐκεῖ, παίζοντας, καὶ πιὸ
πέρα φαίνεται τὸ περίγραμμα τῶν ψηλῶν σπιτιῶν τῆς λεωφόρου
Βασιλίσσης Βικτώριας, καὶ ψηλά, στὸν οὐρανό, τόσο μακριά, τὰ
σύννεφα. Σ’ ἕνα δρομάκι μένει ἡ γυναίκα τὴν ὁποία ὁ πατέρας
φωνάζει Ροσάριο: μιὰ πόρτα καὶ σὲ κάθε πλευρὰ ἕνα παράθυρο μὲ
γεράνια, καὶ τὰ δυὸ ἀδέρφια περνᾶνε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸ
κοιτάζουν ἀπὸ μακριά, κοντοστέκονται γιὰ μιὰ στιγμὴ
περιμένοντας νὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα καὶ νὰ βγεῖ ἔξω καὶ νὰ τοὺς δεῖ.
Ὁ ἕνας λέει στὸν ἄλλον ὅτι μακάρι νὰ βγεῖ καὶ σκοντάφτει καὶ
πέφτει κάτω καὶ τσακίζεται, καὶ οἱ δυό τους γελᾶνε, ὅταν ὅμως
ἀπομακρύνονται δὲν εἶναι εὐχαριστημένοι, εἶναι μόνοι,
γιατὶ ἡ θεία τους ἐλάχιστα ἀσχολεῖται μαζί τους, ὅλη μέρα στὸ
πλινθοποιεῖο νὰ φτιάχνει τοῦβλα, καὶ ὁ πατέρας, στὸ
συνδικάτο, νὰ πηγαίνει στὸ μέτωπο μ’ ἕνα φορτηγάκι ἐπειδὴ
ξέρει νὰ ὁδηγεῖ καὶ φέρνει φαγώσιμα ποὺ δὲν ἐπαρκοῦν, κι ὅταν
περίμεναν τὸ τυρὶ ποὺ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ ἔφερνε, ἕνα ὁλόκληρο
τυρί, αὐτὸς ἔβαλε στὸ τραπέζι μόνο τὸ χρυσὸ βραχιόλι.
Τί νὰ τὸ κάνει αὐτὸ τὸν καιρὸ
ἐκεῖνο τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἐκρήξεων; Ἤθελε νὰ τὸ πουλήσει, νὰ τὸ
ἀνταλλάξει μὲ λεφτά; Τότε ὅμως δὲν ὑπῆρχαν κομψὲς γυναῖκες
ποὺ τὰ ἀγόραζαν γιὰ νὰ τὰ φορᾶνε σὲ χοροὺς ἢ σὲ θέατρα ποὺ
ἄστραφταν ἀπὸ τὰ φῶτα καὶ τὰ ἐντυπωσιακὰ φορέματα. Τὸ
κρατοῦσε στὸ χέρι μιὰ γυναίκα ποὺ μπῆκε ξαφνικά, χωρὶς νὰ
χτυπήσει τὴν πόρτα, καὶ φώναξε στὸν πατέρα ὅτι δὲν τὸ ἤθελε,
ὅτι δὲν τῆς ἄρεσε, ποῦ τὸ εἶχε βρεῖ, ἂν ἦταν κάποιου νεκροῦ,
ὅτι τῆς προκαλοῦσε φόβο, καὶ τὸ πέταξε πάνω στὸ τραπέζι
μπροστὰ στὸν πατέρα ποὺ καθόταν μ’ ἕνα ποτήρι στὸ χέρι καὶ τὸ
βλέμμα καρφωμένο σ’ ἐκείνη ποὺ πρέπει νὰ ἦταν ἡ Ροσάριο.
Ἐκεῖνον τὸν καιρό, σὲ τόσο
μικρὴ ἡλικία, ὁ γιὸς δὲν μποροῦσε νὰ ξέρει αὐτὸ ποὺ ἀργότερα,
στὰ δεκαπέντε, στὰ δεκαεφτά, ἔμαθε, καὶ κράτησε στὴ σκέψη
του μὲ κάθε ἀκρίβεια ποιὰ ἦταν ἡ γυναίκα, νέα ἀκόμα, μικρὴ
στὸ δέμας καὶ εὔσωμη, μὲ μαῦρα, μακριὰ μαλλιὰ ποὺ ἔπεφταν πίσω
ἀπὸ τὰ αὐτιὰ πλαισιώνοντας τὴν ὀργισμένη χειρονομία,
φέρνοντας ἀπὸ τὸν δρόμο μιὰ ἀπειλὴ παρόμοια μ’ ἐκείνη ποὺ
εἶχε ἀνακοινώσει ἀόριστα ἡ θεία Πιλάρ, ὅτι ἂν
ἐπικρατοῦσαν οἱ φρανκιστές, τὸν πατέρα τὸν περίμεναν
τέσσερις σφαῖρες.
Μαχαιριὰ στὴν καρδιὰ ἦταν
αὐτὸ ποὺ συνέβη μιὰ μέρα ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους,
κουβεντιάζοντας στὸ μπάρ, τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι οἱ «κόκκινοι»
ἔκλεψαν ὅλα τὰ κοσμήματα τῆς μητέρας του τὸ ’36, κι ὅτι τὸ
ἴδιο εἶχε συμβεῖ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους· ἡ ἀπάντησή του ἦταν
ἕνα κράμα συμπάθειας, σύγχυσης, ἀνησυχίας ποὺ ὁ ἄλλος θὰ
ἑρμήνευε ὡς ἀγανάκτηση, ἀλλὰ ποὺ δὲν ἦταν παρὰ τὸ
ταρακούνημα ἀπὸ τὴν αἰφνίδια ἐμφάνιση στὴ συνείδησή του,
κάτω ἀπὸ ἕνα δυνατὸ φῶς, τοῦ φθαρμένου μουσαμᾶ καὶ τοῦ
βραχιολιοῦ ποὺ ἔλαμπε καὶ διακήρυττε τὴν πολυτέλειά του
μέσα στὸ καταθλιπτικὸ καὶ ἄδειο φτωχόσπιτο, παγωμένο
ἐκεῖνον τὸν χειμώνα, μὲ τὰ βρώμικα κλινάρια, μὲ τὴ γκαζιέρα
ποὺ κανεὶς δὲν ἄναβε. Ἐκεῖ εἶχε λάμψει τὸ χρυσαφικὸ σὰν τὴν
προδοσία ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐξωραΐσει τὴ θλιβερὴ ἀσχήμια,
χωρὶς νὰ καταλαβαίνει τίποτα, ὥσπου στὸν κεντρικὸ τίτλο μιᾶς
ἐφημερίδας διάβασε κάποιες λέξεις τὸ νόημα τῶν ὁποίων
κατάλαβε μόνο ὅταν εἶχε περάσει ἡ τρομερὴ ἐποχή: «Οἱ
Ἀτσίδες τῆς Νύχτας», καὶ ὁ πατέρας του εἶναι πάλι ὄρθιος,
ἐξοργισμένος, τὸ στῆθος φουσκωμένο ἀπὸ τὴ ματαιοφροσύνη,
ὁλόκληρες μέρες χωρὶς νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ σπίτι, καὶ μακριά,
ἕνας μεγάλος κίνδυνος ποὺ πλησίαζε, ὁ πόλεμος νὰ πολιορκεῖ
τὴν περηφάνια του, τὸ πιστόλι του, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ δύσκολου
πεπρωμένου του, τῆς ἄσκησης ἄθλιων ἐπαγγελμάτων ποὺ
μισοῦσε, συνηθισμένων κακουχιῶν σὲ μιὰ συνοικία μὲ τρῶγλες
καὶ στερήσεις.
Κάποιος σύντροφος τὸν ρώτησε
τί ἦταν ὁ πατέρας του· ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν ἕτοιμη ἀπάντηση,
ὅτι δούλευε στὴν Καταλονία στὴν αὐτοκινητοβιομηχανία,
καὶ στὴ συνέχεια ἔκανε τὴ χειρονομία κάποιου ποὺ δὲν δίνει
σημασία στὶς οἰκογενειακὲς ἀναμνήσεις. Ὅμως δὲν ἦταν
ἀλήθεια: τὰ λόγια, οἱ χειρονομίες, τὰ χτυπήματα καὶ οἱ φωνές,
ἡ βουλιμία μὲ τὴν ὁποία ἔτρωγε, τὸ τσουλούφι στὸ μέτωπο,
ἴδιο μὲ τσιγγάνου, ὅλα ἦταν πραγματικὰ μόλις πέρασαν τὰ
χρόνια, καὶ γι’ αὐτὰ ἀναζητοῦσε μιὰ ἐξήγηση ποὺ θὰ τὸν
παρηγοροῦσε.
Ἡ γυναίκα ἐκείνη ἔφυγε
βροντώντας τὴν πόρτα μπροστὰ στὸ ἔκπληκτο πρόσωπο τοῦ πατέρα
ποὺ δὲν εἶχε κουνηθεῖ, ὅσο τὴν ἄκουγε· πρόσωπο πιὸ τραχύ, πιὸ
ἄκαμπτο, ὅταν κατέβασε τὰ μάτια πρὸς τὸ κόσμημα, ὕστερα τοὺς
κοίταξε ὅλους καὶ εἶδαν ὄχι μόνο τὴ συγκρατημένη ὀργή, ἀλλὰ
καὶ τὰ χείλη ποὺ σάλευαν, σίγουρα μιλώντας μόνα τους,
ἀπαντώντας ὅ,τι δὲν μπόρεσε νὰ πεῖ στὴν κοπέλα: πρώτη φορὰ δὲν
βλαστήμησε, δὲν ἐξαπέλυσε τὸν χείμαρρο τῶν συνηθισμένων
βρισιῶν, παρέμεινε καθισμένος καί, λὲς καὶ τὸ σῶμα του
δεχόταν ἕνα μεγάλο βάρος, ἔμεινε καρφωμένος στὴν καρέκλα
καὶ ἦταν διάχυτη ἡ ἐντύπωση ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κουνηθεῖ,
ἀκίνητος ἐκεῖ ἐξαιτίας μιᾶς ἀδυναμίας τῆς θέλησής του: μ’
ἐκεῖνο τὸ βρόντημα τῆς πόρτας ξεκίνησε ἡ πορεία τοῦ πατέρα
πρὸς τὸ τέλος του.
Οἱ περίπολοι ποὺ
διενεργοῦσαν ἐλέγχους μὲ πρόσχημα τὴ σύλληψη φασιστῶν,
ἔψαχναν κοσμήματα καὶ τὰ κρατοῦσαν οἱ ἴδιοι, ὅπως καὶ κάποιον
ἄντρα τοῦ σπιτιοῦ ποὺ τὸ πρωὶ τὸν ἔβρισκαν σ’ ἕνα οἰκόπεδο στὰ
προάστια, ξαπλωμένο καταγῆς, μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα καὶ
ἀποβλακωμένα, χωρὶς νὰ ἔχει καταλάβει τί συνέβαινε. Σχεδὸν
ἄντρες πιά, τὰ δυὸ ἀδέρφια πῆγαν νὰ δοῦν τὴ Ροσάριο, ἀπὸ
ἀνάγκη, γιὰ νὰ μιλήσουν γι’ αὐτὲς τὶς περιπόλους· κοιτάχτηκαν
χωρὶς νὰ ποῦν πολλά, καταλαβαίνοντας κάτι, θέλοντας νὰ
γαντζωθοῦν ἀπὸ μιὰ δικαιολογία ποὺ νὰ ἦταν βάσιμη, καὶ οἱ
τρεῖς τους κοιτάζονταν, συγκατένευαν μὲ τὸ κεφάλι, καὶ τίποτα
δὲν διέψευδε τὴν ὕπαρξη τῶν συμβάντων, γιατί ἡ ἱστορία τῶν
νυχτερινῶν ἐλέγχων ἦταν γνωστή, ἀποκαλύφθηκε ἀνάμεσα σὲ
κατηγόριες καὶ βουβὲς ἐξηγήσεις ποὺ δὲν χρησίμευαν σὲ
τίποτα: ὅσοι ἐνεργοῦσαν ἔτσι ἐπιδίωκαν νὰ πάρουν μὲ
σκοτεινὸ τρόπο ἐκδίκηση γιὰ ὁλόκληρες ἐποχὲς ταπείνωσης
καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ μίσος τους τῶν ὑποταγμένων, νὰ
ἀποκτήσουν ὅ,τι εἶχαν τὰ ἀφεντικά. Τὰ χέρια δὲν ἁπλώνονταν
πρὸς τὰ δερμάτινα κουτιὰ ὅπου φυλάσσονται συνήθως τὰ πλούτη,
ἁπλώνονταν πρὸς μιὰ ἀόριστη ἐλπίδα τοῦ νὰ τρῶς δύο φορὲς τὴ
μέρα, νὰ ἀγοράσεις ροῦχα καὶ νὰ τὰ ἐπιδεικνύεις, νὰ
ἀποκτήσεις τὸν ἀέρα τοῦ πλουσιόπαιδου ποὺ καπνίζει ποῦρο, νὰ
φορᾶς καλὰ καὶ ἀστραφτερὰ παπούτσια, ψευδαίσθηση ποὺ
δραπέτευε, ἀνέφικτη ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία μὲ τὶς πρῶτες
ἀπογοητεύσεις. Ἴσως ὁ πατέρας πίστεψε ὅτι μποροῦσε νὰ
ἐξαργυρώσει τὸ κόσμημα σὲ εὐτυχία καὶ δὲν ἤξερε ὅτι ὁ
χρυσὸς εἶναι καταραμένος λόγῳ τῆς χρήσης ποὺ κάνουν ἡ
ματαιοδοξία καὶ ἡ ἀπληστία.
Ἡ συνείδηση τοῦ γιοῦ
περιστρέφεται γύρω ἀπὸ μιὰ ὑποψία, ἕναν θάνατο, πάντα ὅ,τι
πρέπει νὰ μείνει κρυφὸ καὶ δὲν καταφέρνει ποτὲ νὰ ξεθωριάσει
ἐπιμένει σ’ ἕναν ψυχαναγκαστικὸ κύκλο, σ’ ἕναν κρίκο ἀπὸ
χρυσὸ μὲ τὸν ἐπίμονο, ἐσώτερο πόνο του, συγκεχυμένη
βεβαιότητα ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ, ὅτι στὴν
περίπολο «Οἱ Ἀτσίδες τῆς Νύχτας» ὁ πατέρας ὑπῆρξε
δολοφόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου