Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Αλκ. Παπαδάκη "Αν ήταν όλα αλλιώς"...

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Αλκ. Παπαδάκη "Αν ήταν όλα αλλιώς"...



Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας....
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει....
Αν στην προβλήτα μας περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα ,όλοι αυτοί που αγαπήσαμε....
Αν τόσες φορές ,παρασυρμένοι από το τραγούδι των σειρήνων,δεν είχαμε χάσει τη ρότα μας....
Αν δεν είχαμε κρυφτεί λαθραία σε λάθος όνειρα....
Αν όλα αυτά που γυάλιζαν και τα μαζέψαμε με τόση αφοσίωση και στοργή ξέραμε από την αρχή πως δεν ήταν χρυσάφι.....Μπορεί και να το ξέραμε ,αλλά μας έφαγε η ουτοπία.
Αν δεν είχαμε ξεπουλήσει σε γαλίφηδες εμπόρους τα τιμαλφή μας,για λίγες γουλιές παρηγοριάς....
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή,για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι....Τι απερισκεψία κι αυτή!Πάντα τους ληστές τους περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε καταιγίδες.......
Αν φορούσαμε στολές παραλλαγής....Αυτό είναι σίγουρο μέσον για να πετύχεις.Μα εντελώς το αψηφήσαμε!
Εμείς ακόμα και τη νιτσεράδα για τις βροχές που κάποιος προνοητικός-δεν μπορεί πάντα υπάρχει ένας τέτοιος στο περιβάλλον μας-έχωσε στις αποσκευές μας,τη χαρίσαμε στον πρώτο τεμπέλη ψαρά.Έτσι.....Γιατί μας άρεσε το χαμόγελό του.....
Αχ,αυτή η λάθος εκτίμηση....Ο υπερβάλλων ζήλος...Η περιττή γενναιοδωρία!
Αν είχαμε υψώσει έναν τοίχο για να προστατέψουμε τη ζωή μας...Ένα ανάχωμα έστω.Μια ξερολιθιά.
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση...Πόσος χαμένος χρόνος ,αλήθεια!
Αν δεν χαμογελούσαμε ,με κείνο το ηλίθιο χαμόγελο,σ'αυτόν που ερχόταν καταπάνω μας μ'ένα σουγιά....Λέγαμε αποκλείεται!Άλλη θα είναι η πρόθεσή του.
Αν δεν δίναμε ραντεβού με την ψυχή μας ,πέρα από τα όριά της....
Αν δεν κάναμε τον κλόουν,με στόχο να διασκεδάσει η ομήγυρις και να ξεχάσει τον καημό της....
Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε και μέσα εκεί,με όλη μας την άνεση,θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες.....
Αν...Αν....
Αν ήταν όλα.... αλλιώς!
Άντε καλέ!
Μα τότε ,πως θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;
Αλκυόνη Παπαδάκη 
"Αν ήταν όλα αλλιώς"
(Πρόλογος του βιβλίου)

Υπάρχουν άνθρωποι που περπατούν σκυφτοί...

Υπάρχουν άνθρωποι που περπατούν σκυφτοί...



Υπάρχουν άνθρωποι που περπατούν σκυφτοί 
Σα να κρατούν στους ώμους τους ολάκερο το σύμπαν…
Κοιτάζουν πάντα χαμηλά, τον ήλιο δεν τον βλέπουν
Πώς να τον δούνε μάτια μου;
Πώς να τον δεις τον ήλιο αν δε σηκώνεις το κεφάλι σου ψηλά ...

Γι'αυτό δεν είναι εύκολο να δεις το πρόσωπό τους...
Κανέναν δεν κοιτάζουνε
Κι αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν, αόρατοι πως νιώθουν
Γι'αυτό κι εκείνοι δεν κοιτούν
Βλέπεις, θαρρούνε μάτια μου πως κι οι άλλοι δεν τους βλέπουν
Όμως ποτέ τους δε μιλούν… 

Μα αν καταφέρεις και τους δεις και τους κοιτάξεις πιο καλά
Τότε θα δεις τι κουβαλούν βαθιά μεσ'την ψυχή τους...
Θλίψη που καθρεφτίζεται στα σκυφτά μάτια τους
Πίκρα, που ζωγραφίζει το βουβό βλέμμα τους
Σιωπή, που σφίγγει τα στεγνά χείλη τους
Μοναξιά, που ασχημαίνει το πρόσωπό τους 
Μην απορήσεις μάτια μου
Η μοναξιά ασχημαίνει τους ανθρώπους...

Μη φοβηθείς και φύγεις!
Το δύσκολο ήταν να τους δεις
Πλησίασέ τους… μίλα τους
Μα να'σαι υπομονετικός 
Μην αισθανθούν τη λύπη σου
Κρύψε την ενοχή σου που δεν τους είδες πιο νωρίς
Πώς να το κάνεις μάτια μου αν δεν κοιτάζεις χαμηλά;
Πρέπει να νιώσεις μοναξιά για να κοιτάξεις σαν κι αυτούς
Να αισθανθείς πως είσαι εσύ… ή ίσως κάποιος που αγαπάς...
Μα αν γίνει έτσι μείνε ...
Νιώσε τον πόνο τους, τη μοναξιά, μόνο μη νιώσεις οίκτο
Είναι περήφανοι πολύ,κι αν νιώσουνε τον οίκτο σου
Πιότερο θα λυγίσουν...

Λένε πως όσοι είναι σκυφτοί
μέσα τους θέλουνε να μπουν, στη μήτρα που τους γέννησε
Εκεί που νιώθαν ασφαλείς...
Στον κόσμο εκείνο το μικρό που διπλωμένος μόνο αντέχεις 
Μα αντέχεις την αγάπη του κι αυτή είναι μεγάλη
Γι'αυτό ποτέ δεν την ξεχνάς… 
Πώς να το κάνεις άλλωστε;
Δεν ξεχνιέται η αγάπη μάτια μου, μόνο πονάει αν δεν την έχεις

Γι'αυτό θέλουν να ξαναμπούν στον κόσμο εκείνο το μικρό
Είναι μεγάλος τούτος 'δω...κακός και άδικος, ψυχρός,
Χωρίς στάλα αγάπη
Πώς να τ'αντέξει όλα αυτά ένα σκυφτό κεφάλι;

Μην απορήσεις αν σουν πουν πως η ζωή τους είναι εντάξει
Τι περιμένεις να σου πουν; πως έχουν μάθει να'ναι μόνοι;
Δε μαθαίνεται μάτια μου αυτό, μα συνηθίζεται πικρά

Λένε πως είσαι δυνατός αν έχεις μάθει ν'αγαπάς
Μα γίνεσαι πιο δυνατός αν έχεις μάθει την αγάπη να αντέχεις
Κι αυτό μαθαίνεται ευτυχώς!

Γι'αυτό μην ψάχνεις τι να πεις καθώς θα τους κοιτάζεις
Χάιδεψε απλά τα μάτια τους με γέλιο απ'την καρδιά σου
Βλέπεις, η θλίψη δεν κοιτά τα μάτια που γελάνε
Μίλα τους μόνο απ'την καρδιά και χαμογέλασέ τους
Μην πεις μια λέξη... τίποτα 
Μονάχα ακούμπησέ τους

Μην εκπλαγείς σαν τεντωθούν... 
Πρόσεξε, μην τρομάξεις!
Πήρες από το βάρος τους κι ισιώνει το κορμί τους
Μην εκπλαγείς όταν σε δουν
Θα σε κοιτάξουν μ'έκπληξη, μα θα χαμογελάσουν…
Δειλά...πριν το κεφάλι τους σηκώσουνε ψηλά
Στον ουρανό…

Ίσως τα μάτια κλείσουνε...
Γιατί θα τους θαμπώσει, το φως του ήλιου που θα δουν
Γιατί θα θυμηθούνε, το φως που είχαν στην καρδιά
Κι ίσως και να δακρύσουν
Μα θα 'ναι δάκρυα από χαρά
Και τότε, θα μιλήσουν ....



Στέβη Σαμέλη Από τη συλλογή "Μια βόλτα στα σύννεφα"
(2012)



Απροσδοκίες (Κική Δημουλά)

Απροσδοκίες (Κική Δημουλά)

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.
Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.
Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.
Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives – αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.
Κική Δημουλά, 
Απροσδοκίες
Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1988)

Το μυστικό σημείωμα...

Το μυστικό σημείωμα...


Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν 
το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. 
Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.

Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει.
Και σαστίζουν. 
Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν,
όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.

Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.

Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. 
Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.

Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.
Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...


Αλκυόνη Παπαδάκη, 
''Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα''

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Α.Παπαδάκη "Βαρκάρισσα της Χίμαιρας"

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Α.Παπαδάκη "Βαρκάρισσα της Χίμαιρας"




«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»

«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»

«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»

«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που  θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»

«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»

«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»

«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»

«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.
Παραπλανούν.
Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...

Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω ...;
Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»

«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»
«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»
"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»
«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»

«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»

«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»

Αλκυόνη Παπαδάκη
Βαρκάρισσα της Χίμαιρας

Η Μαρίνα των Βράχων...

Η Μαρίνα των Βράχων...



Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Η για να πας καβάλα στο μαϊστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Μητέρα Θλίψη...

Μητέρα Θλίψη...


Φανερώσου
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη
Στρατιές μοναχικών δημίων
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων
Με τις λιγδιάρικες στολές τους
Να λαμπυρίζουν
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών
Αναλογίσου όλους εμάς
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες
Με παντόφλες και κέρατα
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες
Όλους εμάς
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι
Με υπεριώδη βλέμματα
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας
Και μουχλιασμένους μύθους
Αναλογίσου μας και φανερώσου
Με το επίσημο σου ένδυμα
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια
Ροκάνισε το θάνατο
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου
Φανερώσου
Μητέρα θλίψη
Δεν την αντέχουμε πια
Τόση ορφάνια

(Γ.Αγγελάκας - "Πώς Τολμάς και Νοσταλογείς Τσόγλανε")

Χαμένα Γράμματα (Πάμπλο Νερούδα)

Χαμένα Γράμματα (Πάμπλο Νερούδα)




Διαβάζω όλα όσα γράφουν για μένα
σαν να μη τα βλέπω φευγαλέα,
λες και δεν απευ8ύνονται σε μένα
οι σκληρές ή δίκαιες λέξεις.
Όχι γιατί αρνούμαι να δεχτώ
την καλόπιστη ή την κακόπιστη αλήθεια
το μήλο που θέλουν να μου προσφέρουν
τη δηλητηριασμένη κοπριά που μου ρίχνουν.
Γι άλλο πρόκειται.
Για το δέρμα μου, τα μαλλιά μου,
τα δόντια μου,
ό,τι πέρασα σε στιγμές δυστυχίας
πρόκειται για το κορμί μου και τη σκιά μου.
Γιατί -είναι η δική μου κι η δική τους ερώτηση-
ο άλλος δίχως αγάπη και διάκριση
ανοίγει τη χαραμάδα και με καρφί
μπήγοντάς το
εισέρχεται στον ιδρώτα ή το ξύλο,
στην πέτρα ή την σκιά,
πούσαν η ύπαρξή μου;
Γιατί να θίγει εμένα π΄ απόμερα ζώ
που δεν υπάρχω, που δεν βγαίνω,
δεν ξανάρχομαι,
γιατί τα πουλιά του αλφαβήτου
απειλούν τα νύχια και τα μάτια μου;
Οφείλω να ικανοποιώ τους άλλους ή να υφίσταμαι;
Πού ανήκω λοιπόν;
Πώς υποθηκεύτηκε η δύναμή μου
τόσο που να τη χάσω;
Γιατί πούλησα το αίμα μου;
Ποιοι είναι οι κύριοι
των αμφιβολιών μου, των χεριών μου,
του πόνου, της κυριαρχίας μου;
Κάποτε φοβούμαι να βαδίζω
δίπλα στ' απόμακρο ποτάμι,
φοβούμαι ν΄ αντικρίζω τα ηφαίστεια
που γνώριζα και με γνώριζαν πάντοτε
καμιά φορά επάνω ή κάτω,
μ΄ εξετάζουν τώρα το ύδωρ, το πυρ
σκέφτονται ότι κιόλας δεν λέω αλήθεια,
πως είμαι ένας ξένος.
Έτσι θλιμμένος,
διαβάζω αυτό που κάποτε δεν ήταν θλίψη,
μα θυμός ή προσχώρηση,
ή μήνυμα του αθέατου.
Για μένα αναμφίβολα,
όλες αυτές οι λέξεις
με χώρισαν από τη μοναξιά.
Και πέρασα γρήγορα,
δίχως να πληγωθώ ή ν΄ αρνηθώ τον εαυτό μου,
σαν ν'άσαν γραμμένα γι άλλους
ανθρώπους
που μού μοιαζαν μα απόμακρα,
γράμματα χαμένα.

Στην θλιμμένη μου ψυχή...

Στην θλιμμένη μου ψυχή...



Στην θλιμμένη μου ψυχή,
φύσηξε ανεπάντεχα ένας άνεμος
που αποπλάνησε τις οδύνες μου,
ξελόγιασε την προσμονή μου
και σε πείσμα των καιρών
χάραξε κόκκινες μολυβιές,
στην άδεια καρδιά μου...
Φοβόμουν,
πως σαν βρέφος αμάλαγο
την ζωή μου θα γράπωνα στις μικρές μου χούφτες,
στων στεναγμών τις γέφυρες
θα απέρριπτα τις νύχτες
κι η φωνή μου,
-όμοια μ'αγγέλου ψαλμωδία-
θα καλούσε τους χρόνους σε αρμονία...
Στ'άχραντα χείλη μου
το χαμόγελο φάνταζε ανεπανάληπτο
στα μάτια μου φεγγοβολούσε η ελπίδα
για ένα αμόλυντο αύριο
και στα μαλλιά μου ήταν πλεγμένες,
οι εαρινές αύρες μιας ανάστασης
που θα γέμιζαν τη ζωή μου μ'απαντοχή...
Ένα μικρό θρόϊσμα με ξύπνησε...
Μια τόσο δα μικρή πνοή τ'ανέμου,
γύρισε την ψυχή μου
σε κλίμακα ελάσσονα...
Δεν είμαι εγώ αυτός,
έξω απ'της αποδημίας τους καιρούς...
Δεν μοιάζω εγώ,
με τούτες τις μετέωρες έννοιες...
Ποτέ δεν ήμουν,
Το ακριβές αντίγραφό σου ζωή....

Εγώ, γεννήθηκα λαξεμένος
από ενός ανεπάντεχου άνεμου την ορμή....

Νίκος Περράκης


Ρ. ΚΙΠΛΙΝΓΚ: “ΑΝ”

Ρ. ΚΙΠΛΙΝΓΚ: “ΑΝ”


Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου
όταν οι άλλοι χάνουν τη δική τους
και ρίχνουν σε σένα την ευθύνη 
και την αιτία της αδυναμίας τους.

Αν έχεις πίστη στον εαυτό σου
όταν οι άλλοι αμφιβάλλουν για σένα
και δε σε πειράζει αυτή η δυσπιστία τους

Αν μπορείς καρτερικά να περιμένεις
χωρίς να σε κουράζει η αναμονή,
ή όταν διαδίδουν ψέματα για σένα
να μην ξεπέφτεις και συ στο ψέμα,
ή όταν φανερά σου δείχνουν μίσος
να μην αφήσεις το μίσος να σε καταλάβει,
κι όμως να μη φαίνεσαι πολύ αγαθός
μήτε πολύ στοχαστικός στα λόγια.

Αν να ονειρεύεσαι είσαι ικανός
δίχως να γίνεσαι σκλάβος των ονείρων

Αν να δέχεσαι μπορείς θρίαμβο και όλεθρο το ίδιο
και να αντιμετωπίζεις παρόμοια και τα δύο

Αν είσαι σε θέση να υπομένεις
ακούοντας την αλήθεια που συ είπες,
να επαναλαμβάνεται αλλοιωμένη από πονηρούς
που επιδιώκουν έτσι να παγιδέψουν αφελείς,
ή να παρατηρείς αυτά που συ τους έδωσες ζωή,
σπασμένα να κείτονται και παραπεταμένα
και να φτιάχνεις εξαρχής με εργαλεία φθαρμένα.

Αν τολμάς όλα σου τα πλούτη μαζεμένα
να τα παίζεις κορώνα-γράμματα μεμιάς,
να χάνεις κι απ' την αρχή να ξεκινάς
χωρίς να μέμφεσαι για τη μοίρα σου κανέναν

Αν μπορείς να κάνεις καρδιά, νεύρα και μυς
να σε υπηρετούν ακόμα κι όταν έχουν καταρρεύσει,
και γερά να κρατάς, ενώ δεν υπάρχει εντός σου
τίποτε πέρα από τη θέληση που τους λεει βαστάτε

Αν μπορείς να μιλάς με χιλιάδες
κι όμως να κρατάς την αρετή σου,
ή να περπατάς με κυβερνήτες
κι όμως να μην αλλάζεις την απλή ζωή σου.

Αν ούτε εχθροί σε βλάψουν μπορούν,
μα ούτε και κοντινότεροι φίλοι,
Αν όλοι έχουν την ίδια αξία για σένα
και κανείς πιο πολύ από τους άλλους

Αν μπορείς να γεμίζεις τη μέρα σου
με εικοσιτέσσερις ώρες αξίας ζωής,
τότε δική σου θα είναι όλη η Γη
με όλα της τα αγαθά κι ακόμη:

Αληθινά θα είσαι Άνθρωπος παιδί μου.

Στην Προκρούστεια κλίνη...

Στην Προκρούστεια κλίνη...



(Εσωτερικός διάλογος)

Σκάβω της ψυχής μου τη συσκότιση… 
Αίμα, πάγος και δάκρυα με κατοικούν.

Και μια κραυγή που ψάχνει στα τυφλά,
με σκουριασμένα χέρια, να βρει την έξοδο της.

Και μια ανάσα ασθενική που αργοπεθαίνει,
σαν εμβατήριο που παίζουνε ρακένδυτοι βιολάρηδες.

Και ένας βρόχος συρμάτινος, λεπτός, 
φτιαγμένος από βρωμερό ψέμα και αχαριστία.

Κι ένας πόνος που ξεσκίζει τα σωθικά,
για όσα δε μπόρεσε η ζωή να μου διδάξει.

Κι ένα βλέμμα - καρφί που σαπίζει τις σάρκες,
μάρτυρας της μέγιστης ηλιθιότητας μου. 

Το αδιέξοδο βαθύ, ρουφάει κάθε ψήγμα ελπίδας…

Κι ο λόγος μου παραλήρημα που κλαίει:
«Ακρωτηριάζω τις ουλές πάνω στο νεκρό μου σώμα,
με δημιουργίες που ζητούν φευγιό στης ποίησης τη γέννα.
Στις χαραυγές ξεχνιέμαι, αναζητώντας φως σε μήτρες έναστρες. 
Και ως το πυρωμένο σούρουπο αναμένω αέρινες σιωπές 
να δώσουν το μετά θάνατον φιλί της ζωής.
Έστω ένα φιλί μοναδικό, έγχυμα αέναης αγάπης 
να ξεριζώσει τις πληγές που αφήνουν κατακάθια.

Και παραδίνομαι! Μαραίνομαι! Μου παίρνω τη μιλιά!
Και αυτομολώ! Βυθίζομαι! Μου παίρνω τη σιωπή!
Και παραπαίω σαν σχοινοβάτης που δαμάζει νέα ύψη.
Και χάνομαι… μες της ψυχής μου τη συσκότιση.
Και χαρίζομαι σε θάλασσες μαβιές που ευωδιάζουν πίκρα.
Και ονειροκρίνομαι δυο φορές την εβδομάδα 
για λάθη παρελθοντικά και μέλλοντα.
Και πάλι ξεγελιέμαι πως θα’ ρθουν μέρες διάφανες.
(Μα έρχεται κατακάθεται της νοσταλγίας η σκόνη,
γι’ αγάπες που δε ζώθηκαν με μύρα σαρκωμένα.)
Και με περιγελώ που ακόμα γεύομαι πράσινες αυταπάτες
για ελευθερία ή θάνατο, ενώ μου έχω τάξει
πως στης ζωής την άβυσσο δεν έχει διεξόδους. 
Μόνο θηλιές και πλέγματα να με κρατούν αιώνια.
Εμέ, Προκρούστεια γυνή, θύμα του εαυτού μου.»

Μ.Ι. Π.Σ.

Το Απόλυτο...

Το Απόλυτο...


"Συμβαίνει κάποια στιγμή στη ζωή μας να βρισκόμαστε αντικριστά με το Απόλυτο, είναι εκείνη η φορά που οι φόβοι κ οι αντιστάσεις μας βγαίνουν στη πρώτη γραμμή κ μάχονται με τα 'θέλω' κ τα 'πρέπει' που για χρόνια ζούσαμε μαζί τους. Όσες προφάσεις κ αν προβάλλουμε για να μη το ζήσουμε -με κύριο φόβο το να μην είναι αυτο που δείχνει- όσο κ αν προσπαθήσουμε να το διώξουμε τις στιγμές που το μυαλό μας δεν αντέχει άλλο, αν είναι πραγματικά το Απόλυτο, τότε απλά πολεμάμε τον ίδιο μας τον εαυτό κ στη πραγματικότητα μονάχα ο χρόνος είναι εκείνος που θα μπορέσει να μας δείξει αν θα βρεθούμε σε μια αληθινή ζωή ή στο απόλυτο κενό..."

Caruso

Caruso

"Εδώ που η θάλασσα λαμπυρίζει και ο άνεμος φυσά δυνατά
πάνω σε μια παλιά ταράτσα μπροστά στον κόλπο του Σορέντο
ένας άνδρας αγκαλιάζει μια κοπέλα, μετά αρχίζει να κλαίει
έπειτα καθαρίζει τη φωνή του και ξαναρχίζει το τραγούδι (να τραγουδά)

Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις,
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις....

Είδε το φως στη μέση της θάλασσας, σκέφτηκε τις νύχτες εκεί στην Αμερική
αλλά ήταν μόνο οι βάρκες και η άσπρη γραμμή ενός έλικα
ένιωσε τον πόνο στη μουσική και σηκώθηκε από το πιάνο
αλλά όταν είδε το φεγγάρι να έρχεται από ένα σύννεφο
ακόμη κι ο θάνατος φαινόταν γλυκός
κοίταξε στα μάτια του κοριτσιού εκείνα τα μάτια (που ήταν) πράσινα όπως η θάλασσα
έπειτα ξαφνικά ένα δάκρυ έτρεξε και πίστεψε ότι θα πνιγόταν.

Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις,
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις...

Η δύναμη της όπερας όπου κάθε δράμα είναι ψεύτικο
που με λίγο μέικ απ και μίμηση μπορείς να γίνεις κάποιος άλλος
αλλά δυο μάτια που σε κοιτάνε τόσο κοντά και πραγματικά
σε κάνουν να ξεχνάς τα λόγια μπερδεύοντας τις σκέψεις
έτσι το καθετί γίνεται μικρό ακόμη κι οι νύχτες εκεί στην Αμερική
γυρνάς και κοιτάς τη ζωή σου σαν μια γραμμή ενός έλικα
αλλά, ναι, είναι η ζωή που τελειώνει αλλά δεν το σκέφτεται και πολύ
αντιθέτως ένιωθε πια ευτυχισμένος και ξανάρχισε το τραγούδι του.

Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις..."